Δευτέρα 27 Μαΐου 2013

Περπατώ ανάμεσα στο πλήθος

Περπατώ ανάμεσα στο πλήθος

Περπατώ ανάμεσα στο πλήθος κι εγώ, ένα πλήθος βουβό με πρόσωπα χλομά και σκληρά σαν πελεκημένα. Κανείς δεν μου είπε τι συμβαίνει, τι σημαίνει αυτή η παράξενη οδοιπορία, σαν πρόσφυγες με τους μπόγους στο χέρι ή σαν εξόριστοι σε τόπο άγνωστο... Η νέα γυναίκα παραμιλά. Κοιτάζει το σώμα της να βεβαιωθεί πως είναι εκείνη, πως δεν είναι παραίσθηση, μα δεν το γνωρίζει, ένα σώμα ξένο και το σπρώχνουν. Κάποιο εξωπραγματικό παιχνίδι θα είναι, σκέφτεται, από κείνα που μοιάζουν μαγικά και σαν απροσδόκητα. Γιατί το θυμάται καλά, ήταν παραμονή Πρωτοχρονιάς όταν μπήκε στο δρόμο. Και πάντα τέτοια νύχτα, από τότε που ήταν παιδί, ο χρόνος έπαιζε μαγικά παιχνίδια.

Καθόταν δίπλα στο χριστουγεννιάτικο δέντρο της, το θυμάται καλά, είχε αγοράσει αληθινό έλατο φέτος να μοσκοβολάει βουνό, και άκουγε τις ειδήσεις. Τώρα ο κόσμος ήρθε μέσα στο δωμάτιό μου, σκεφτόταν, ήρθε με όλη την αδηφάγα του λαμπρότητα. Τεράστιες μάζες από φωτάκια και στολίδια τη μια στιγμή, αίματα και παιδιά χτυπημένα την άλλη, κατάρες και απειλές από εξαθλιωμένα πρόσωπα, φωτιά και καπνός, χαλάσματα. Όπως και να ΄ναι, ο κόσμος ήρθε μέσα στο δωμάτιό μου, έλεγε, και συμμετέχω μονάχη μου εδώ που κάθομαι πάνω στον καναπέ μου, δίπλα στο αληθινό έλατο, συμμετέχω σ’ αυτό το παγκόσμιο παιχνίδι που λέγεται ιστορία, κάπως έτσι οι σκέψεις της και αισθάνθηκε πως έγινε κάτι σπουδαίο, κάτι υπαρκτό, αφού συμμετείχε κι εκείνη, αισθάνθηκε πως όλα αυτά τα έλεγαν και για εκείνη, τούτη τη νύχτα της παγκόσμιας μεγαλοπρέπειας με τα παιδικά προσωπάκια πάνω στο γυαλί, άλλα να χαμογελούν κι άλλα να τρέμουν με τα χεράκια παγωμένα. Και ο αέρας να φυσά, χιόνια είχε πει το μετεωρολογικό δελτίο, όμως εγώ είμαι πάνω στον καναπέ μου, σκεφτόταν, δεν με πιάνουν τα χιόνια εμένα, κι ούτε ο αέρας που φυσά με μποφόρ, τίποτα δεν μπορεί να μου χαλάσει τούτη τη μαγική νύχτα…

Είχε πάρει όλα τα μέτρα της, ξεχωριστή ζεστασιά, δώρα για το έθιμο, κόκκινα κεριά, φόρεσε και το καλό της φόρεμα να ταιριάζει με τις στολισμένες βιτρίνες και τις μάζες των πολύχρωμων φώτων που ρέουν στους νυχτερινούς δρόμους. Όλα τα είχε σκεφτεί. Ακόμα κι ένα βιβλίο αγόρασε δώρο στον εαυτό της, να δώσει ποιότητα στη ζωή της. Πάρτε τον «Ηλίθιο» του Ντοστογέφσκυ, της είπε ο βιβλιοπώλης, είναι ό,τι πρέπει για τους καιρούς μας, και απόρησε, το διάβαζα όταν ήμουν νέα και τώρα έγινε της μόδας, συλλογίστηκε. Άνοιξε να το διαβάσει ξανά, η αδικία, η εξαπάτηση, η αθωότητα που γίνεται παγίδα. Όμως απόψε είναι νύχτα ειρήνης, σκέφτηκε πάλι, δε θέλω παγίδες, δε θέλω δάκρυα και αδικία. Όλα είναι αγιασμένα απόψε. Και το ΄κλεισε. Ύστερα άνοιξε την τηλεόραση να ξεχυθούν οι φανταχτερές εικόνες και τα βαρυσήμαντα λόγια για ειρήνη και ευημερία που εκτόξευε το μαγικό γυαλί.

Θυμάται μία προς μία εκείνες τις εικόνες. Θυμάται, η ματιά της είχε μείνει, σε ένα μοναχικό άστρο στην κορυφή του έλατου που της φάνηκε λυπημένο σαν πρόσωπο παιδιού. Για κοίτα, σκέφτηκε, με επηρέασαν τα παιδικά πρόσωπα των ειδήσεων, όμως συνέχισε την ευτυχισμένη της βραδιά αφού αυτά ήταν έξω από τη ζωή της. Έξω, έξω από τη ζωή της ήταν και τα αίματα και οι σκοτωμένοι της γης, εκείνη ήταν εκεί, στον παράδεισό της. Τίποτα δεν θα μου χαλάσει τη βραδιά εμένα, έλεγε δυνατά να το πιστέψει. Κι η ματιά της επίμονη πάνω σ’ εκείνο το λυπημένο άστρο που έμοιαζε με πρόσωπο παιδιού. Ένα παιδί που την κοίταζε αμίλητο, και ταράχτηκε. Άναψε όλα τα φώτα, τα φωτάκια του δέντρου, να φύγει η ταραχή. Ο κόσμος ήρθε μέσα στο δωμάτιό της και δεν ήξερε πόσο επικίνδυνο ήταν αυτό, πόσο σπουδαίο, πόσο βίαιο. Εκείνη ήταν εκεί σαν να μην άλλαξε τίποτα, δεν την κατάλαβε την αλλαγή. Μόνο κάτι σαν φόβος στην αρχή, σαν ενοχή, σαν απώλεια. Κι εκείνο το παιδικό πρόσωπο που μετακόμισε στο άστρο του έλατου την κοίταζε ακόμα σαν να την δίκαζε να την καταδίκαζε, για δες που θα μου χαλάσει τη βραδιά, σκέφθηκε, εγώ δεν θέλω μελαγχολίες απόψε, ούτε ενοχές. Εγώ είμαι στο σπίτι μου προστατευμένη, άναψα το τζάκι, τηλεφώνησα σε κάποιους φίλους, όλα τα σκέφτηκα.

Όλα τα σκέφθηκε. Το μόνο που δεν κατάλαβε ήταν το πώς βρέθηκε ανάμεσα σ’ ετούτο το βουβό πλήθος που τη σπρώχνει. Πού πάμε; ρωτά. Πού μας πάνε; Κανείς δεν της απαντά. Την κοιτάζουν μόνο κι ένας παράλογος φόβος στα μάτια τους.

Βλέπει το πλήθος γύρω της και ψάχνει να βρει κάποιο πρόσωπο γνώριμο, όμως όχι. Άγνωστοι όλοι, ξένοι. Παιδιά και μάνες σαν έρημες και παλικάρια με σκυμμένο κεφάλι και θυμώνει. Δεν αντέχω την ταπείνωση, δεν αντέχω τα σκυμμένα κεφάλια απόψε. Ποιος με πήρε εμένα από την ευτυχία του σπιτιού μου μια τέτοια νύχτα και με έφερε εδώ να περπατώ με όλους αυτούς τους απελπισμένους, τους ξεριζωμένους, ποιος είχε το δικαίωμα να μου το κάνει αυτό... Εγώ δεν φταίω σε τίποτα... είμαι αθώα εγώ, πάει να φωνάξει, μα σωπαίνει. «Η αθωότητα που γίνεται παγίδα…», και τρομάζει.

Ήταν η στιγμή που άρχισε να φοβάται.

Κάτι συμβαίνει που δεν καταλαβαίνω, συλλογίζεται, κάτι άλλαξε κι αυτό δεν είμαι εγώ είναι ο κόσμος, κάτι παράλογο συμβαίνει που με παγίδεψε κι εμένα.

Τα δόντια της άρχισαν να χτυπούν και το πρόσωπό της χλομό και σκληρό σαν το δικό τους. Εδώ θα μείνουμε είπε κάποιος που ξεχώριζε από το πλήθος, εδώ θα περάσουμε τη νύχτα, και έδειξε μια απέραντη έρημο δίχως ένα δέντρο, δίχως κατάλυμα, δίχως νερό. Εδώ θα μείνουμε ώσπου να μάθουμε ποιος μας εξουσιάζει και τι ζητά από μας, είπε πάλι, και κατάλαβε πως ήταν κι αυτός παγιδευμένος, σαν όλους τους άλλους.

Ήταν παγιδευμένοι σε μιαν άγνωστη φαντασία.

Σε μιαν άγνωστη εξουσία.

Ήταν παγιδευμένοι σε ένα παράλογο όνειρο από όπου δεν μπορούσαν να βγούνε. Κι έπρεπε να βρούνε τον μαγικό κωδικό που θα τους έδειχνε την έξοδο. Την έξοδο, την έξοδο από τον παράλογο εφιάλτη.

Σύρθηκαν όλοι μαζί σαν μια κακοποιημένη μάζα και κούρνιασαν πάνω στην υγρή παγωμένη γη. Εδώ είναι το σπίτι μου πια, συλλογίστηκε εκείνη, και τούτοι οι ταλαιπωρημένοι άνθρωποι η μοίρα μου. Ένα πλήθος απέραντο που το είχε γεννήσει ο πιο παράλογος εφιάλτης της γης και που ήταν πια η πραγματικότητα της ζωής της.

Κανείς δεν μιλούσε. Μια σιωπή. Ο φόβος μόνο. Ένας φόβος που πάγωνε. Η νύχτα έπεφτε, το σκοτάδι, κι ανασηκώθηκε να δει. Άνθρωποι στοιβαγμένοι όπως όπως σε κάτι χώρους που έμοιαζαν παρατημένοι διάδρομοι μιας εφιαλτικής γεωγραφίας. Κι εκείνη σκεφτόταν το βιβλίο που αγόρασε με το ακριβό περιτύλιγμα, να δώσει ποιότητα στη ζωή της. Ποια ζωή της; Το βιβλίο της φάνηκε πως ήταν μίλια μακριά και σαν άσχετο. Για ποια ηλιθιότητα μιλούσε; Εδώ μιλάμε για παραφροσύνη, μιλάμε για παράλογη παγίδα, για συντέλεια. Εκεί δακρυσμένος έψαχνες να βρεις την ανθρώπινη δικαιοσύνη. Τούτο το άθλιο πλήθος που βαδίζει δίπλα μου τι ζητά; αναρωτήθηκε. Να αναχαιτίσει την ομαδική τρέλα, αυτό, τον ομαδικό χαμό. Μια τρέλα που παρασέρνει μαζί της συμπαρασέρνει όσους βρει στο δρόμο της, όσους αθώους.

Ξαφνικά βλέπει μπροστά της το παιδί, εκείνο το λυπημένο που έγινε ένα με το άστρο πάνω στο έλατο του σπιτιού της. Πόσο μπορεί να μοιάζει ένα παιδί με ένα άστρο; Κι όμως ήταν σίγουρη πως ήταν αυτό το ίδιο, πως την κοίταζε με τα ίδια λυπημένα μάτια και σαν να την δίκαζε.

Έτρεξε κοντά του να του μιλήσει, μα διαπίστωσε πως ήταν πολλά παιδιά, αμέτρητα παιδικά πρόσωπα το ίδιο λυπημένα και σαν να την δίκαζαν.

Ένιωσε ένα ρίγος να κυλά στο αίμα της. Αυτό που δεν καταλάβαινε την εξουθένωνε.

Τα παιδικά χέρια απλωμένα προς εκείνη. Της φάνηκε πως ήταν ίδια σαν εκείνα στο γυαλί των ειδήσεων. Παγιδεύτηκα μέσα σ’ ένα παράλογο σύστημα ειδήσεων, έκανε γρήγορα τη σκέψη, σε ένα παράλογο σύστημα εξουσίας άγνωστης, ποιος θα μου πει; Παγιδεύτηκα σ’ ένα παιχνίδι μεταφυσικό, παιχνίδι μαγικής τεχνολογίας, και δεν έχω τον κωδικό της εξόδου.

Η σκέψη πως μπορεί να είναι όνειρο την γαληνεύει. Όμως ξανά ο τρόμος: Παγιδεύτηκε σε όνειρο δικό της ή σε όνειρο κάποιου άλλου; Μήπως όλοι εμείς είμαστε παγιδευμένοι στη φαντασία κάποιου τρελού; Η λέξη τρελός κάτι πήγε να ξυπνήσει μέσα της, μια πραγματικότητα παράλογη, έναν άλλο φόβο.

Μπορεί και να μας παγίδεψε κάποιος άγνωστος μάγος. Ας πούμε, ένα μαγικό κουτί που απέκτησε τη δύναμη της εξουσίας. Οι σκέψεις της έκαναν το φόβο πιο φόβο και το παράλογο πιο λυπημένο άστρο πάνω στο χριστουγεννιάτικο έλατο. Και παρακαλούσε να ξυπνήσει στο κρεβάτι της μ’ ένα φλιτζάνι ζεστό καφέ δίπλα της. Θυμήθηκε τον ευτυχισμένο της καναπέ και της ήρθαν δάκρυα στα μάτια.

Μια πελώρια αίσθηση παγίδας. Είχε παγιδευτεί στο όνειρο κάποιου τρελού, ναι, αυτό πια ήταν αναμφισβήτητο. Είχε παγιδευτεί μαζί με ένα άγνωστο πλήθος που μπορεί να ήταν και ολόκληρο το γένος των ανθρώπων. Κι όσο κι αν έμοιαζε παράλογο ήταν η μόνη της πραγματικότητα.

Πήρε στις φούχτες της τα απλωμένα παιδικά χέρια και έγειρε εκεί, πάνω στον άγνωστο δρόμο. Ακόμα και κλειστά τα μάτια της τα τρυπούσε το βλέμμα τους. Ύστερα πήρε ένα κομμάτι χαρτί που βρέθηκε στην τσάντα της κι ένα μολύβι κι άρχισε να γράφει. Μια νοσταλγία την πλημμύρισε, μια τρυφερότητα. Προσπαθούσε να θυμηθεί τα πρόσωπα που αγάπησε και πώς ήταν όταν τα αγαπούσε.

Η λέξη αγάπη την γαλήνεψε. Της φάνηκε πως ήταν αυτή ο μαγικός κωδικός που ζητούσε, η μαγική έξοδος από τον εφιάλτη.

Ήθελε να γυρίσει πίσω το χρόνο, να τα δει ξανά αυτά τα αγαπημένα πρόσωπα, να τα αγγίξει, να κλάψει, είχε ανάγκη να κλάψει. Είχε ανάγκη να γείρει σ’ έναν κόρφο αγαπημένο και να κλάψει και να είναι νύχτα του φεγγαριού δίπλα στη θάλασσα. Μια νοσταλγία για το κάθε τι που ήταν η ζωή της πριν μπει σε τούτον τον παράλογο δρόμο. Μια νοσταλγία αγιάτρευτη που της έφερε δάκρυα στα μάτια. Θα συναντηθούμε ξανά σ’ ένα γραφικό δρομάκι και θα ψιχαλίζει, έγραφε με πυρετό, κι ούτε ήξερε σε ποιον το έγραφε, στην παλιά της ζωή ίσως, αυτή που έχασε και τα δάκρυα κυλούσαν.

“Κλαις;”

Η φωνή φιλική κι ένα χέρι στον ώμο της που το γνωρίζει.

Πετιέται απάνω. Ο καναπές της εκεί, ο ίδιος, τα φώτα τα πολύχρωμα φωτάκια, το μεγάλο χρυσό άστρο στην κορυφή του έλατου που της φάνηκε λίγο τσαλακωμένο, εκείνο που πήρε τη λύπη του παιδιού, το μαγικό γυαλί με τις ειδήσεις ακόμα ατέλειωτες, όλα όπως τα άφησε πριν μπει στον άγνωστο δρόμο, στον άγνωστο φόβο.

Απλώνει το χέρι κι η φούχτα της γεμίζει από παιδικά χεράκια. Αν ήταν όνειρο ή παραίσθηση δεν ξέρει. Εκείνο που ξέρει είναι πως ποτέ πια δεν θα είναι η ίδια. Κάτι άλλαξε κι αυτό δεν είναι ο κόσμος κι ούτε εκείνη. Κάτι άλλαξε μέσα στο μυαλό της εξουσίας που ορίζει τη μοίρα του κόσμου, το νιώθει. Και τίποτα δεν συγκρατεί πια το παιχνίδι της τρέλας. Όμως εκείνη είναι εδώ, στο σπίτι της, οι ειδήσεις έφτασαν στο δελτίο του καιρού, χιόνια τη νύχτα λέει, παγωνιά, κι η σκέψη της στο ταλαίπωρο πλήθος που για μια στιγμή παράλογη στιγμή βρέθηκε ανάμεσά του.

Ή μήπως είναι ακόμα;

Εκείνη η παράλογη πραγματικότητα έχει τελειώσει ή μήπως συνεχίζεται και μέσα στο δωμάτιό μου; αναρωτιέται. Σε λίγο μπορεί ν’ ανέβει ο δρόμος εκείνος, να γλιστρήσει με όλο το εξαθλιωμένο πλήθος μέσα στο σπίτι μου, μέσα στη ζωή μου, ή μήπως ήρθε κιόλας;

Μπορεί να ήταν όνειρο, λέω. Όμως μπορεί και όχι.

Είμαστε μονάχοι καταμεσής στο παράλογο, μονάχοι κι αβοήθητοι.

Αν απλώσω το χέρι ξέρω πως θα βρω το δικό τους, θα βρω το χέρι των άγνωστων ανθρώπων που για μια στιγμή βάδιζαν δίπλα μου μέσα στην ίδια μοίρα.

Αν σηκώσω τα μάτια θα τους δω.

Είμαι ακόμα καθισμένη στον καναπέ μου και ακούω τις ειδήσεις. Μέχρι τούτη τη στιγμή πίστευα πως αυτά τα τρομερά που δείχνει το μαγικό γυαλί μόνο στους άλλους μπορούν να συμβούν, αυτά τα παράλογα. Κι είναι η πρώτη φορά που σκέφτομαι πως μπορεί να συμβούν και σε μένα. Πως είμαι κι εγώ ένα πλάσμα παγιδευμένο στον παγκόσμιο εφιάλτη. Εγώ όπως κι εσύ.

Κι ο φόβος μου, εκείνος ο παράλογος, έχει γίνει μια πραγματικότητα που πρέπει να την πολεμήσω με καινούριους τρόπους αν θέλω να βρω την παλιά μου γαλήνη.

Μια γαλήνη που μόνο το θαύμα μπορεί να τη φέρει στον κόσμο.

Κι ίσως υπάρχει ακόμα το θαύμα… Ίσως, λέω.

Δημοσιεύτηκε στο Πρωοχρονιάτικο αφιέρωμα της εφημερίδας Έθνος της Κυριακής, 7/1/2006

Σάββατο 11 Μαΐου 2013

ΑΠΟΣΠΑΣΙΜΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟ



ΑΠΟΣΠΑΣΙΜΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟ

Είναι μεσάνυκτα, ο Ρωτόκριτος συναντά την αγαπημένη του Αρετούσα  στο παράθυρό της και με αναστεναγμούς της εξιστορεί την εξορία του από τον βασιλιά πατέρα της

_ ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ:

Τα ‘μαθες, Αρετούσα μου, τα θλιβερά μαντάτα;
        ο Kύρης σου μ' εξόρισε σ' τση ξενιτιάς τη στράτα;
Tέσσερεις μέρες μοναχάς μου 'δωκε ν'  ανιμένω,
         κι αποκεί να ξενιτευτώ, πολλά μακρά να πηαίνω.    
Kαι πώς να σ' αποχωριστώ, και πώς να σου μακρύνω,
        και πώς να ζήσω δίχως σου στο χωρισμόν εκείνο;
Eσίμωσε το τέλος μου, μάθεις το θες, Kερά μου,
        στα ξένα πως μ' εθάψασι, κ' εκεί'ν' τα κόκκαλά μου.
Kατέχω το κι ο Kύρης σου γλήγορα σε παντρεύγει,   
        Pηγόπουλο, Aφεντόπουλο, σαν είσαι συ, γυρεύγει.
Kι ουδέ μπορείς ν' αντισταθείς, σα θέλουν οι Γονείς σου
        νικούν την-ε τη γνώμη σου, κι αλλάσσει η όρεξή σου.
"Mιά χάρη, Aφέντρα, σου ζητώ, κ' εκείνη θέλω μόνο,
        και μετά κείνη ολόχαρος τη ζήση μου τελειώνω.   
Tην ώρα που αρραβωνιαστείς, να βαραναστενάξεις,
        κι όντε σα νύφη στολιστείς, σαν παντρεμένη αλλάξεις,
ν' αναδακρυώσεις και να πεις· "Pωτόκριτε καημένε,
        τά σου'ταξα λησμόνησα, τό'θελες πλιό δεν έναι."
Kι όντε σ' Aγάπη αλλού γαμπρού θες δώσεις την εξά σου,  
        και νοικοκύρης να γενεί στα κάλλη τσ' ομορφιάς σου,
όντε με σπλάχνος σε φιλεί και σε περιλαμπάνει,
        θυμήσου ενός οπού για σε εβάλθη ν' αποθάνει.
Θυμήσου πως μ' επλήγωσες, κ' έχω Θανάτου πόνον,
        κι ουδέ ν' απλώσω μου'δωκες σκιάς το δακτύλιδι μόνον.  

Kαι κάθε μήνα μιά φορά μέσα στην κάμερά σου,
        λόγιασε τά'παθα για σε, να με πονεί η καρδιά σου.
Kαι πιάνε και τη σγουραφιάν (ζωγραφιά), που'βρες στ' αρμάρι μέσα,
        και τα τραγούδια, που'λεγα, κι οπού πολλά σου αρέσα',
και διάβαζέ τα, θώρειε τα, κι αναθυμού κ' εμένα,        1385
        που μ' εξορίσανε ο-για σε πολλά μακρά στα ξένα.
Kι όντε σου πουν κι απόθανα, λυπήσου με και κλάψε,
        και τα τραγούδια που'βγαλα, μες στη φωτιάν τα κάψε,
για να μην έχεις αφορμήν εις-ε καιρόν κιανένα,
        πλιό σου να τ' αναθυμηθείς, μα να'ν' λησμονημένα. 

Παρακαλώ, θυμού καλά, ό,τι σου λέγω τώρα,
        κι ο-γλήγορα μισεύγω σου, κ' εβγαίνω από τη Xώρα.

Kι ας τάξω ο κακορίζικος, πως δε σ' είδα ποτέ μου,
        μα ένα κερί-ν αφτούμενον εκράτουν, κ' ήσβησέ μου.
Mα όπου κι αν πάγω, όπου βρεθώ, και τον καιρόν που ζήσω,  
        τάσσω σου άλλη να μη δω, μουδέ ν' αναντρανίσω.
Kάλλιά'χω εσέ με Θάνατον, παρ' άλλη με ζωή μου,
        για σένα εγεννήθηκε στον Kόσμον το κορμί μου.
Oι ομορφιές σου έτοιας λογής το φως μου ετριγυρίσαν,
        κ' έτοιας λογής οι Eρωτιές εκεί σ' εσγουραφίσαν,   
κ' εις όποιον τόπον κι α' σταθώ, τα μάτια όπου γυρίσου',
        πράμα άλλο δεν μπορώ να δω παρά τη στόρησή σου.
Kι ας είσαι εις τούτο θαρρετή, πως όντεν αποθαίνω,
        χαιρετισμό να μου' πεμπες την ώρα κείνη, γιαίνω."

_ΑΡΕΤΟΥΣΑ:

"Tα λόγια σου, Pωτόκριτε, φαρμάκι-ν εβαστούσαν,
        κι ουδ' όλπιζα, ουδ' ανίμενα τ' αφτιά μου ό,τι σ' ακούσαν.   
Ίντά'ναι τούτα τά μιλείς, κι ο νους σου πώς τα βάνει;
        Πού τα'βρε αυτάνα η γλώσσα σου οπού μ' αναθιβάνει;
Kαι πώς μπορεί τούτη η καρδιά, που με χαρά μεγάλη
        στη μέσην της εφύτεψε τα νόστιμά σου κάλλη,
και θρέφεσαι καθημερνό, στα σωθικά ριζώνεις,   
        ποτίζει σε το αίμα τση, κι ανθείς και μεγαλώνεις,
κι ως σ' έβαλε, σ' εκλείδωσε, δε θέλει πλιό ν' ανοίξει,
        και το κλειδί-ν ετσάκισεν, άλλης να μη σε δείξει.
Kαι πώς μπορεί άλλο δεντρόν, άλλοι βλαστοί κι άλλ' ά'θη,
        μέσα τση πλιό να ριζωθούν, που το κλειδί-ν εχάθη;     

"Σγουραφιστή (ζωγραφιστή) σ' όλον το νουν έχω τη στόρησή σου,
        και δεν μπορώ άλλη πλιό να δω παρά την εδική σου.
Xίλιοι σγουράφοι (ζωγράφοι) να βρεθούν, με τέχνη, με κοντύλι,
        να θέ' να σγουραφίσουσι μάτια άλλα κι άλλα χείλη,
τη στόρησή σου ως την-ε δουν, χάνεται η μάθησή τως,    
        γιατί κάλλιά'ναι η τέχνη μου παρά την εδική τως.
Eγώ, όντε σ' εσγουράφισα, ήβγαλα απ' την καρδιά μου
        αίμα, και με το αίμα μου εγίνη η σγουραφιά μου.
Όποια με το αίμα τση καρδιάς μιά σγουραφιά τελειώσει,
        κάνει την όμορφη πολλά, κι ουδέ μπορεί να λιώσει.   
Πάντά'ναι η σάρκα ζωντανή, καταλυμό δεν έχει,
        και ποιός να κάμει σγουραφιά πλιό σαν εμέ κατέχει;
Tα μάτια, ο νους μου, κ' η καρδιά, κ' η όρεξη εθελήσαν,
        κ' εσμίξαν και τα τέσσερα, όντε σ' εσγουραφίσαν.
Kαι πώς μπορώ να σ' αρνηθώ; Kι α' θέλω, δε μ' αφήνει    
        τούτ' η καρδιά που εσύ'βαλες σ' τσ' Aγάπης το καμίνι,
κ' εξαναγίνη στην πυρά, την πρώτη Φύση εχάσε,
        η στόρησή μου εχάθηκε και τη δική σου επιάσε.
Λοιπόν, μη βάλεις λογισμό σ' έτοια δουλειά, να ζήσεις,
        δε σ' απαρνούμαι εγώ ποτέ, κι ουδέ κ' εσύ μ' αφήσεις.   
Kι ο Kύρης μου, όντε βουληθεί, να θέ' να με παντρέψει,
        και δω πως γάμο 'κτάσσεται και το γαμπρό γυρέψει,
κάλλια θανάτους εκατό την ώρα θέλω πάρει,
        άλλος παρά ο Pωτόκριτος γυναίκα να με πάρει.

"Mα για να πάψει ο λογισμός αυτόνος που σε κρίνει,   
        κι ολπίδα μιά παντοτινή στους δυό μας ν' απομείνει,
την ώραν τούτη θέλεις δει, κι ας πάψει η έγνοια η τόση,
        πράμα-ν οπού παρηγοριάν πολλή σου θέλει δώσει."

_  ΠOIHTHΣ
Kαι τη Φροσύνην ήκραξε, και τη φωτιάν τής πάγει,
        και βάνει τη σα Mάνα της εις το δεξό τση πλάγι. 

_ APETOYΣA
Λέγει τση·Νένας
"Nένα, γρίκησε, και μαρτυριά να δώσεις,
        κι όπου κι α' λάχει, ό,τι θωρείς, κάμε να μην το χώσεις.
Eίναι ¶ντρας μου ο Pωτόκριτος, ό,τι καιρός περάσει,
        γ-ή εδά στα νιότα, εις τον ανθό, γ-ή πούρι σα γεράσει.
Kι αμνόγω του στον Oυρανό, στον Ήλιο, στο Φεγγάρι,   
        άλλος για γυναίκα του ποτέ να μη με πάρει……..


Μονομαχία Ερωτόκριτου – Αρίστου, από το Ρουμάνικο εικονογραφημένο χειρόγραφο του Λογοθέτη Πετράτζε, 1878





ΣΧΟΛΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ
& Η ΚΡΗΤΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ



1. ΟΙ ΣΧΟΛΕΣ ΤΗΣ ΝΕΟ-ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

Οι κυριότερες Σχολές της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας είναι οι εξής:
1) Κρητική Σχολή
Οι Κρητικοί έχουν να επιδείξουν αξιόλογα λογοτεχνικά έργα από πολύ παλιά, αλλά τα πιο σημαντικά γράφτηκαν επί εποχής Βενετών (1211 - 1669) και γι’ αυτό όταν λέμε «Κρητική σχολή» εννοούμε την ως άνω περίοδο (περίοδος ακμής 1610 - 1669).
Οι Κρητικοί, την εποχή που η ηπειρωτική Ελλάδα στέναζε κάτω από τον τούρκικο ζυγό (1610 - 1669), ζώντας κάτω από την κυριαρχία των Ενετών, που τους είχαν επιτρέψει να διατηρήσουν τη γλώσσα τους, γνώρισαν σχετικά κάποια ελευθερία. Έτσι στην Κρήτη τα χρόνια αυτά αναπτύχθηκε αξιόλογη λογοτεχνία. Έργα της εποχής αυτής είναι « Ο Ερωτόκριτος» του Β. Κορνάρου, «Η Θυσία του Αβραάμ» Β. Κορνάρου, «Η Ερωφίλη», «Η βοσκοπούλα» «Ο Γύπαρης»του Χορτάτση  κ.α.
Η Ιταλική λογοτεχνία και γλώσσα επέδρασαν στη διαμόρφωση της κρητικής λογοτεχνίας και γλώσσας. Η γλώσσα που χρησιμοποιείται είναι γνήσια δημοτική λαλιά και μελωδική. Οι στίχοι είναι δεκαπεντασύλλαβοι. Για την Κρητική διάλεκτο πιστεύουν πως θα γινόταν βάση της σημερινής μας γλώσσας αν δεν υποδουλώνονταν η Κρήτη στους Τούρκους. Τελικά η Κρητική λογοτεχνία έχει βαθιά ελληνικό χαρακτήρα παρά τις ξένες επιδράσεις που έχει δεχτεί.

2) Η Σχολή των Ιωαννίνων
Η σχολή αυτή πήρε την ονομασία της από τα Ιωάννινα, τα οποία επί εποχής Αλί Πασά ανάπτυξαν αξιόλογη πνευματική κίνηση με επικεφαλής τον Α. Ψαλίδα. Στη σχολή αυτή ανήκουν: A. Χριστόπουλος, Ι. Βηλαράς, Ρ. Φεραίος κ.α.
Κύριο χαρακτηριστικό τους η χρήση της δημοτικής.

3) Η Επτανησιακή Σχολή
Στα Επτάνησα, εξαιτίας του ότι δεν υποτάχθηκαν στους Τούρκους, αλλά έμειναν κάτω από την κυριαρχία των Ενετών, αναπτύχθηκε εκεί μεγάλη πνευματική κίνηση και δημιουργήθηκε το σπουδαιότερο πνευματικό κέντρο της Ελλάδας. Κυριότερος εκπρόσωπος της σχολής αυτής είναι ο Διονύσιος Σολωμός. Στη σχολή αυτή ανήκουν επίσης οι: I. Τυπάλδος, Γ. Τερτσέτης, Λ. Μαβίλης, Ι. Πολυλάς, Α. Κάλβος, Α. Βαλαωρίτης κ.α.

4) Η παλιά Αθηναϊκή Σχολή ή Ρομαντική
Η Σχολή αυτή αναπτύχθηκε στην Αθήνα κατά τον 19ο αι., όταν η Αθήνα έγινε πρωτεύουσα του ελληνικού Κράτους, από τους Φαναριώτες λόγιους που συγκεντρώθηκαν εκεί και οι οποίοι συνέχισαν τη λόγια παράδοση σ’ όλους τους τομείς της πνευματικής κίνησης.  Κυριότεροι εκπρόσωποί της είναι: Α. Ραγκαβής, Π.  Σούτσος, Δ. Παπαρηγόπουλος, Γ. & Α. Παράσχος κ.α.
Είναι επηρεασμένοι από το γαλλικό ρομαντισμό και γράφουν συνήθως στην καθαρεύουσα.
Γ. Βιζυηνός, Α. Προβελέγγιος, Γ. Ζαλοκώστας και Δ. Βικέλας ανήκουν στη μεταβατική εποχή της Παλαιάς και της Νέας Αθηναϊκής Σχολής.

5) Η Νέα Αθηναϊκή (ή Παλαμική) Σχολή
Δημιουργός της Σχολής αυτής είναι: ο Κ. Παλαμάς με τους Ν. Καμπά και Γ. Δροσίνη. Η Σχολή αυτή κηρύσσει την επιστροφή στη γνήσια λαϊκή παράδοση, στη δημοτική γλώσσα και σε όλα εκείνα τα στοιχεία που είχε περιφρονήσει η Ρομαντική Σχολή. Η τεχνοτροπία της είναι κυρίως νατουραλιστική. Κυριότεροι άλλοι εκπρόσωποί της είναι:
α) Η πρώτη Παλαμική γενιά: Ι. Πολέμης, Α. Μαβίλης, Α. Μαλακάσης, Κ. Κρυστάλλης κ.α.
β) Η δεύτερη Παλαμική γενιά: Α. Σικελιανός, Ν. Καζαντζάκης, Α. Παπαδιαμάντης, Α. Καρκαβίτσας, Ι. Κονδυλάκης, Γ. Ψυχάρης, Γ. Ξενόπουλος κ.α.

Τη Νέα Αθηναϊκή Σχολή συμπληρώνουν:
1.      Η Σχολή της τέχνης (1895 - 1912) που στην αρχή ακολουθεί την Παρνασσιακή και ύστερα τη συμβολιστική τεχνοκρατία: Ι. Γρυπάρης, Κ. Χατζόπουλος, Μ. Μαλακάσης, Λ. Πορφύρας, Ζ. Παπαντωνίου, Π. Νιρβάνας κ.α.
2.      Η Σχολή του Νουμά, που καλλιεργεί με φανατισμό το δημοτικισμό: Ρ. Γκόλφης, Κ. Καρθαίος, Π. Βλαστός κ.α.
3.      Οι οπαδοί του συρρεαλισμού, με κυριότερο εκπρόσωπο τον  Ο. Ελύτη
4.      Η Μοντέρνα Σχολή, με κυριότερο εκπρόσωπο το Γ. Σεφέρη

6) Λογοτεχνικές σχολές απόδημου Ελληνισμού

1.      Η Αλεξανδρινή Σχολή, με κέντρο την Αλεξάνδρεια: K. Καβάφη, Π. Γνευτό κ.α.
2.      Η Κυπριακή Σχολή: B. Μιχαηλίδη, Θ. Λυπέρτη, Λ. Παυλίδη, Τεύκρο Ανθία, Π. Κριναίο κ.α.
3.      Η Αγγλική Σχολή: AEφταλιώτη, Α. Πάλλη, Π. Βλαστός κ.α.


2. Ο ΠΟΙΗΤΗΣ Β. ΚΟΡΝΑΡΟΣ

Η ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ

Ο Βιτσέντζος Κορνάρος έζησε στο τέλος του 16ου αιώνα και στις αρχές του 17ου. Στην Κρήτη, την εποχή κατά την οποία είχε υποδουλωθεί από τους Βενετούς. Ήταν ο μικρότερος από τους πέντε γιους του  Ιακώβου Κορνάρου. Γεννήθηκε στις 26 Μαρτίου του 1553 στη Σητεία Κρήτης. Η γυναίκα του, η Μαριέτα Zeno, ήταν από παλιά οικογένεια με μεγάλη κτηματική περιουσία. Μαζί απέκτησαν δύο κόρες, την Κατερούτσα και την Ελένετα. Πέθανε, σε  ηλικία περίπου 58 -60 ετών, στον Χάνδακα (σημερινό Ηράκλειο) μετά τις 12 Αυγούστου του 1613 και θάφτηκε στο μοναστήρι του Αγίου Φραγκίσκου.

Ο ποιητής Βιτσέντζος Κορνάρος έγραψε τα έργα "Ερωτόκριτος" και "Θυσία του Αβραάμ".  Στα δύο ποιήματα αυτά ο Κορνάρος, όπως λέγεται από τους κριτικούς της λογοτεχνίας, με μια σπάνια δύναμη κατόρθωσε να μετουσιώσει τα πρότυπα τους σε δραματικά έργα με μία άψογη τεχνική, μία ανώτερη ποιητική πνοή και με τέλεια ψυχογραφημένους χαρακτήρες.

Ο ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ

Μορφικά το ποίημα  του "Ερωτόκριτου" ανήκει στην κατηγορία του έπους με έκδηλο τον ερωτικό χαρακτήρα συνδυασμένο κατά συνήθεια της εποχής με το ρομαντικό στοιχείο. Το μακρό αυτό αφηγηματικό ποίημα εκτείνεται σε δέκα χιλιάδες σχεδόν δεκαπεντασύλλαβους στίχους. Ο βαθύς λυρισμός, η ζωντανή γλώσσα, η δύναμη της περιγραφής, η αδρή σκιαγράφηση των ηρώων, η έξοχη διαγραφή των ψυχολογικών καταστάσεων, η κλιμάκωση των δραματικών συγκρούσεων μαζί με την έντονη παρουσία του φυσιολατρικού στοιχείου προσδίδουν στο έργο το χαρακτήρα μεγαλόπνοης επικής σύνθεσης. Η πρώτη έκδοση του έργου Ερωτόκριτος έγινε στην Βενετία τον 17ο αιώνα. Από τότε γνώρισε τεράστια διάδοση και αγαπήθηκε από το λαό τόσο, ώστε μέχρι πριν λίγα χρόνια ακόμα, λαϊκοί ραψωδοί )λυράριδες και βιολάτορες) ήξεραν απέξω - από προφορική παράδοση - μεγάλα αποσπάσματα που συνήθιζαν να τα απαγγέλλουν, συνήθως σε πανηγύρια και φιλικές συγκεντρώσεις.
Το ποίημα έχει ερωτικό χαρακτήρα. Περιγράφει τον έρωτα της πριγκίπισσας Αρετούσας, κόρη του βασιλιά της Αθήνας, και του Ερωτόκριτου, ψυχογιού του βασιλιά, έναν έρωτα κοινωνικά απαγορευμένο. Ο βασιλιάς ανακαλύπτει το ρομάντζο και διώχνει τον Ερωτόκριτο στα ξένα. Παρά ταύτα ο Ερωτόκριος αγνώριστος σπεύδει να βοηθήσει το βασιλιά σε κάποιο δύσκολο πόλεμο. Ο Ερωτόκριτος, το όμορφο και αντρειωμένο παλικάρι, στο τέλος κατορθώνει με την παλικαριά του να ενωθεί με την Αρετούσα.

Η ΘΥΣΙΑ ΤΟΥ ΑΒΡΑΑΜ

Το ποίημα είναι δεκαπεντασύλλαβο και έχει πρότυπο την τραγωδία του πατέρα Ισαάκ. Ο Θεός λέει στον Ισαάκ ότι πρέπει να θυσιαστεί ο Αβραάμ. Μόλις το ακούει αυτό ο Ισαάκ στεναχωριέται πάρα πολύ, όμως δεν μπορεί να μην τηρήσει αυτήν την θεϊκή εντολή. Ο πατέρας δεν το λέει στον γιο του, όμως αυτός υποψιάζεται κάτι με τα κλάματα της μητέρας του. Στο τέλος γίνεται η θυσία αλλά στη θέση του παιδιού θυσιάζεται ένα αρνί.


3. Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΧΟΡΤΑΤΣΗΣ

   Ο ποιητής Γεώργιος (Τζώρτζης) Χορτάτσης (“Τζώρτζη να πεις πως λέσινε, Χορτάτση τη γενιά μου”) γεννήθηκε στο Ρέθυμνο στα μέσα του 16ου αιώνα και πέθανε μετά το 1605. Ο Μαρίνος Τζάνες Μπουνιάλης στη “Φιλονικία του Χάνδακος και Ρεθέμνου” (1681) συγκαταλέγει και τον Γεώργιο Χορτάτση μεταξύ των εκλεκτών συμπατριωτών του που λάμπρυναν το Ρέθυμνο στα χρόνια της ελευθερίας και απαριθμεί τρία έμμετρα έργα του, όσα γνωρίζουμε και εμείς σήμερα: την ποιμενική κωμωδία “Πανώρια” (ή “Γύπαρης”), την κωμωδία “Κατσάραπος” (ή “Κατσούρμπος”) και την τραγωδία “Ερωφίλη”.
Ένα παιδί μου παλαιόν οπού ’θελα γεννήσει,
κ’ εκείνο με πολλήν τιμήν ήθελε με στολίσει,
Γεώργιον Χορτάκιον έκραζαν τ’ όνομά του
κ’ οι στίχοι του φημίζουνται και τα ποιήματά του,
κ’ έκαμε την Πανώριαν του με ζαχαρένια χείλη
μαζί με τον Κατσάραπον, την άξιαν Ερωφίλη

Η τραγωδία του Γεωργίου Χορτάτση «Ερωφίλη» αναγνωρίζεται, μαζί με τον «Ερωτόκριτο» του Βιτσέντζου Κορνάρου, σαν ένα απ' τα σημαντικότερα έργα του Κρητικού Θεάτρου. Ο Χορτάτσης έγραψε την “Ερωφίλη” λίγο μετά το 1595, γιατί στον Πρόλογο, δια στόματος του Χάρου, υπαινίσσεται τη φοβερή επιδημία πανούκλας που έπληξε την Κρήτη στα χρόνια 1592-1595.


Η ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΩΝ ΕΡΓΩΝ ΤΟΥ Γ. ΧΟΡΤΑΤΣΗ

Πανώρια (1583)
Η Πανώρια είναι γραμμένη στο ιδίωμα της δυτικής Κρήτης. Εδώ πρωταγωνιστούν δύο ζευγάρια βοσκών: ο Γύπαρης αγαπά την Πανώρια και ο Αλέξης την Αθούσα, οι βοσκοπούλες όμως δεν καταδέχονται τον έρωτά τους και θέλουν να ζουν ελεύθερες, κυνηγώντας στα βουνά και στα δάση. Μάταια προσπαθούν να μεταστρέψουν τον ανυπόταχτο χαρακτήρα τους ο γερο-Γιαννούλης, πατέρας της Πανώριας, και η γριά Φροσύνη, πρόσωπα και τα δύο μάλλον κωμικά. Στο τέλος οι βοσκοί θα προσφύγουν στη θεά Αφροδίτη, και ο γιος της ο Έρωτας θα χτυπήσει τις βοσκοπούλες με τα βέλη του, δίνοντας έτσι την αίσια λύση.

Ερωφίλη (1600)
Η δράση τοποθετείται στη Μέμφιδα της Αιγύπτου, στο παλάτι του βασιλιά Φιλόγονου, που αναρριχήθηκε στο θρόνο δολοφονώντας τον αδελφό του και το φάντασμά του ζητά γδικιωμό. Η Ερωφίλη, κόρη του βασιλιά Φιλόγονου, είναι ερωτευμένη με τον Πανάρετο, νεαρό ευγενικής καταγωγής που έχουν μεγαλώσει μαζί. Οι δυο νέοι κρατούν τον έρωτά τους μυστικό. Ο βασιλιάς, θέλοντας να διασφαλίσει συμμαχία με κάποιον από τους εχθρούς του, αποφασίζει να τον παντρέψει με την κόρη του. Για τούτο, στέλνει, ως έμπιστό του, τον Πανάρετο με σκοπό να μεσολαβήσει στην Ερωφίλη για το γάμο. Η αγάπη των δύο νέων δεν μπορεί να μείνει πλέον κρυφή! Έξαλλος ο Φιλόγονος, όταν το ανακαλύπτει, σκοτώνει τον Πανάρετο οδηγώντας την Ερωφίλη στην αυτοκτονία. Τα αποτρόπαια εγκλήματά του όμως, δεν μένουν ατιμώρητα. Βρίσκει φριχτό θάνατο από τις κορασίδες του χορού κι έτσι αποδίδεται δικαιοσύνη.

Κατσούρμπος (1595-1601)
Η αντιπροσωπευτικότερη κωμωδία του κρητικού θεάτρου (1595 - 1601). Έργο με άρτια θεατρική συγκρότηση που κινείται ανάμεσα στη χοντροκομμένη φάρσα και τη λεπτή ειρωνεία. Βασικός άξονας του έργου είναι ο έρωτας στις διάφορες παραλλαγές του: ως φυσικό αίσθημα ανάμεσα στους δύο νέους που αντιμετωπίζει εμπόδια αλλά δικαιώνεται στο τέλος, ως ανάξια επιδίωξη των ερωτύλων γέρων που γελοιοποιούνται ή ως μέσο βιοπορισμού για τις προξενήτρες και τις μαστροπούς. Η κωμωδία ακολουθεί τις συμβάσεις της εποχής της ως προς τα θέματα και τα μοτίβα. Οι κωμικοί τύποι όμως του ξεμωραμένου γέρου, του καυχησιάρη αξιωματικού, του σχολαστικού δασκάλου, των πονηρών δούλων, οι σπαρταριστές προξενήτρες και εταίρες, παρ' όλους τους δεσμούς τους με την κωμική παράδοση, ξεπερνούν τη συμβατικότητα των τύπων τους και αντανακλούν την πραγματικότητα της εποχής τους.