Τρίτη 9 Σεπτεμβρίου 2014

Ο Επίκουρος ο Νίτσε και η τέχνη του ηδέως ζην


Γράφει ο Ερανιστής
Ο Επίκουρος παραμένει ένας από τους λιγότερο προβεβλημένους φιλοσόφους του αρχαίου κόσμου.
Από μια τεράστια σε όγκο και σημασία πνευματική παραγωγή έφτασαν μέχρι τις μέρες μας σχετικά λίγα έργα και αυτά θρυμματισμένα, καθώς τα περισσότερα βιβλία χάθηκαν, για διάφορους λόγους.
Από τους αρχαίους στοχαστές περισσότερο γνωστοί έγιναν άλλοι, όπως λ.χ. οΠλάτων, ενώ πολλοί έμειναν συστηματικά στην αφάνεια ή συκοφαντήθηκαν σε όλες τις εποχές. Κατά τον καθηγητή Χαράλαμπο Θεοδωρίδη, Πλάτων και Επίκουρος είναι οι δύο πόλοι της συναισθηματικής και διανοητικής ζωής, η πιο βαθιά ριζωμένη στην ανθρώπινη φύση αντίθεση, καθρέφτισμα της οικονομικής και κοινωνικής αντίθεσης.

Τι Πρεσβεύει η Σωκρατική φιλοσοφία για την ψυχή του Ανθρώπου;


Διαβάστε ένα αποκαλυπτικό κείμενο για το πώς βλέπει το θέμα της ψυχής η Επιστήμη, αλλά και η Θρησκεία, για την οποία η ύπαρξη της ψυχής είναι μία θεμελιώδης και ακλόνητη αρχή! Κι όχι μόνο! Τι πρεσβεύει η σωκρατική φιλοσοφία για την ψυχή του ανθρώπου;
Ευθύς εξ αρχής θα πρέπει να πούμε ότι με τον όρο «ψυχή», καλούμε την ζωτική αρχή, που ξεχωρίζει στη φύση τα ζώα από τα άψυχα όντα. Μια παραπέρα διάκριση μεταξύ του ανθρώπου και των ζώων θέτει το πρόβλημα ενός πιο συγκεκριμένου ορισμού της ανθρώπινης ψυχής, ενός ορισμού που να εξηγεί με την παρουσία της ψυχής. την πνευματικότητα (λογική, ευαισθησία, ηθική κλπ.) που ξεχωρίζει τον άνθρωπο από τα ζώα.
Το πρόβλημα της ψυχής, όπως είναι ευνόητο, τέθηκε από τη φιλοσοφία και τη θρησκεία και αυτός ο λόγος που θα γίνουμε πιο διεξοδικοί στην ανάπτυξη των επιχειρημάτων μας.
Η φιλοσοφική έννοια της ψυχής
Η αρχαία ελληνική φυσιοκρατία των προσωκρατικών δεν είχε μια πραγματική έννοια της ψυχή και γι’ αυτό δέχτηκε μια ουσία –ο αέρας κατά τον Aναξιμένη ή η φωτιά κατά τον Ηράκλειτο– ως αρχή της ζωής του σύμπαντος και επομένως και του ανθρώπου.
Ο Πλάτωνας διετύπωσε την πλήρη θεωρία της ψυχή: είναι ουσία άυλη, άφθαρτη και επομένως αθάνατη· από αυτήν εξαρτώνται η γνώση και η ηθικότητα του ανθρώπου.
Ο Αριστοτέλης όρισε την ψυχή μορφή μιας ύλης, έτσι που το άτομο παρουσιάζεται ως αποτέλεσμα της στενής τους αλληλοσύνδεσης. Με τον τρόπο αυτό όμως η ψυχή δεν μπορεί να υπάρχει πλέον μετά τον θάνατο.
Η χριστιανική διδασκαλία για την ψυχή, ουσιαστικά πολύ πλησιέστερη στη θεωρία του Πλάτωνα, προσπάθησε σε όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα να συμβιβάσει τον αριστοτελισμό με την αρχή της αθανασίας. Αλλά η φιλοσοφία της Αναγέννησης απέδειξε το ασυμβίβαστό τους και επανεξέτασε το αριστοτελικό κείμενο ανεξάρτητα από θρησκευτικές προκαταλήψεις.
Από τον Ντεκάρτ η ψυχή θεωρήθηκε, κατά τον τρόπο του Aγίου Αυγουστίνου, ως ατομική συνείδηση στην οποία μπορούμε να ξαναβρούμε τον Θεό και ως πηγή κάθε βεβαιότητας. Αλλά και ο Ντεκάρτ δέχτηκε την ψυχή ως πνευματική ουσία.
Η νομιναλιστική πολεμική που ακολούθησε εναντίον της έννοιας της ουσίας, πρώτα τον 17o και αργότερα τον 18o αι., αποκάλυψε ότι η έννοια της ψυχής - ουσίας είναι κενή και αδιανόητη. Συγχρόνως η εμπειριοκρατία, με την ανακάλυψη του ψυχικού συνειρμού, επεξεργάστηκε την ιδέα της ψυχή ως δέσμης αισθήσεων.
Η κατεύθυνση της εμπειριοκρατίας επηρέασε και τον Καντ, που πίστευε ότι η συζήτηση για την ψυχή δεν μπορούσε να καταλήξει πουθενά. Ο μετακαντιανός ιδεαλισμός μετατόπισε το ενδιαφέρον του προς υπερατομικές οντότητες (απόλυτο Εγώ, Πνεύμα, Ιστορία), ενώ ο θετικισμός ξαναγύρισε στην αντίληψη του συνειρμού, που υποστήριζε η εμπειριοκρατία για την ψυχή.
Η θρησκευτική έννοια της ψυχής
Η χριστιανική θρησκεία διδάσκει ότι η ψυχή είναι μια ουσία άυλη, αθάνατη, δημιούργημα του Θεού, η οποία ρυθμίζει τη ζωή του σώματος.
Ωστόσο, αίσθηση προκάλεσε στον γράφοντα μία τηλεοπτική εκπομπή υπό τον τίτλον: «Ανιχνεύσεις», που παρουσιάζει ο εκλεκτός συνάδελφος κ Παντελής Σαββίδης στον κρατικό τηλεοπτικό δίαυλο ΕΤ-3, όπου ο προσκεκλημένος του και γνωστός κληρικός και θεολόγος κ Νικόλαος Λουδοβίκος, κάτοικος Πανοράματος Θεσσαλονίκης, ανέπτυξε την συγκλονιστική θεωρία περί μιας μορφής ύλης της ψυχής, που είναι συστατικό στοιχείο για την προσδοκώμενη ανάσταση!
Μάλιστα, για να ενισχύσει την επιχειρηματολογία του, ανέφερε διάφορους Πατέρες της Εκκλησίας, μεταξύ των οποίων και τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης, που έχει κάνει ειδική αναφορά στη θεωρία αυτή!
Παρά ταύτα, να πούμε ότι ο άνθρωπος αποτελείται από ψυχή και σώμα: η ψυχή είναι αυτόνομη γιατί είναι πνεύμα ενώ το σώμα είναι ύλη. «Η ψυχή είναι το πνευματικό μέρος του ανθρώπου, με το οποίο αυτός ζει, αντιλαμβάνεται και είναι ελεύθερος».
Κατά τη διάρκεια της ζωής υπάρχει ενότητα ψυχής και σώματος και ο άνθρωπος συνθέτει μέσα του, με την ίδια τη σωματική του υπόσταση, τα στοιχεία του υλικού κόσμου, έτσι που αυτά μέσα από τον άνθρωπο φτάνουν στην έσχατη τελείωσή τους και αποκτούν φωνή για να υμνήσουν ελεύθερα τον Δημιουργό.
Με τον θάνατο η ψυχή χωρίζεται από το σώμα και εξακολουθεί να υπάρχει αιώνια. Η ψυχή με την αθάνατη φύση της μπορεί από μόνη της vα αντιπροσωπεύει ολόκληρη την ανθρώπινη προσωπικότητα, που είναι υπεύθυνη απέναντι στον Θεό για κάθε πράξη που έκανε στη Γη.
Η χριστιανική αυτή αντίληψη δεν βρίσκει αντιστοιχία σε όλες τις θρησκείες και ακόμα και μέσα στον χριστιανικό κόσμο μερικές λαϊκές αντιλήψεις προϋποθέτουν ιδέες περί ψυχή που διαφέρουν από τα διδάγματα της Εκκλησίας.
Στην ιστορία των θρησκειών διατυπώθηκαν πολυάριθμες αντιλήψεις πάνω στο τι κατά προσέγγιση μπορεί να είναι αυτό που λέγεται ψυχή Μπορούμε όμως να προσπαθήσουμε να δώσουμε μια τυπολογική ταξινόμηση, ανατρέχοντας σε δύο στοιχειώδεις αντιλήψεις που μπορούν να συνδυαστούν κατά διαφόρους τρόπους: τη δυναμική αντίληψη και την περσοναλιστική αντίληψη.
Δυναμική είναι αυτή που βλέπει κυρίως την ψυχή ως απρόσωπη δύναμη που κάνει το σώμα να ζει. Μερικές φορές η δύναμη αυτή εδρεύει σε ένα μέρος του σώματος ή ταυτίζεται απόλυτα με αυτό.
Άλλες φορές η ψυχή νοείται ως ζωτική πνοή, όπως η ίδια η αναπνοή του ανθρώπου: το ινδικό ατμάν, το ελληνικό ψυχή, το λατινικό animus π.χ., όλες λέξεις, που εκφράζουν διάφορες αντιλήψεις περί της ψυχής, προέρχονται από ρίζες που σημαίνουν την πνοή του ανέμου ή της αναπνοής.
Η ίδια η λέξη πνεύμα (όπως και το λατινικό spiritus), με το οποίο χαρακτηρίζεται η ουσία της ψυχή, σήμαινε αρχικά τόσο τον άνεμο όσο και την αναπνοή. Και στο σημείο αυτό μπορούμε να θυμηθούμε πως και στη βιβλική περιγραφή της δημιουργίας του ανθρώπου, ο Θεός «ενεφύσησεν εις το πρόσωπον αυτού (του ανθρώπου) πνοήν ζωής, και εγένετο ο άνθρωπος εις ψυχήν ζώσαν» (Γένεσις, Β, 7).
Περσοναλιστική αντίληψη, αντίθετα, είναι αυτή που θεωρεί την ψυχή εικόνα του προσώπου, με μορφές που κατά κάποιο τρόπο απεικονίζουν το ζωντανό άτομο. Χαρακτηριστική στην περίπτωση αυτή είναι η ψυχή σκιά, της οποίας με μορφικά στοιχεία προέρχονται από την εμπειρία των πραγματικών σκιών που ρίχνουν τα σώματα. Μια παρόμοια αντίληψη βρίσκουμε π.χ. στην ετρουσκική θρησκεία.
Ψυχιατρική και ψυχολογία
Όπως δείχνει η ετυμολογία των λέξεων (ψυχολογία = επιστήμη της ψυχής, ψυχιατρική = ιατρική της ψυχής), οι επιστήμες αυτές μελετούν τις ψυχικές λειτουργίες (συναίσθημα, νόηση, συνείδηση κλπ.) και τις αμοιβαίες σχέσεις τους, τα διάφορα επίπεδα ωριμότητας ή τις ανωμαλίες.
Δεν είναι τυχαίο το γεγονός, ότι τελευταίως όλο και πληθαίνουν οι πανεπιστημιακές σχολές που μελετούν το θέμα της ψυχής (για παράδειγμα, στην Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών υπάρχει ειδικό τμήμα Ψυχολογίας), ενώ ακόμη και οι τηλεοπτικές εκπομπές θεωρούν απαραίτητη την παρουσία ενός ψυχολόγου για κάθε θέμα που συζητούν.
Και δεν θα μιλήσουμε, ασφαλώς, για την ψυχιατρική επιστήμη η οποία πολλές φορές καλείται να δώσει απαντήσεις και να εξηγήσει διάφορες δυσερμήνευτες ή δυσεξήγητες συμπεριφορές ατόμων της κοινωνίας…
Η ανθρωπολογία του Πλάτωνος και η θεωρία περί ψυχής
Διαβάζοντας κανείς το βιβλίο «Προσεγγίσεις στον Πλάτωνα», από την Ομάδα Μελέτης Ελλήνων Συγγραφέων του 1ου Λυκείου Κερατσινίου, θα διαπιστώσει ότι:
«Τρεις είναι οι σφαίρες, που κινείται ο φιλοσοφικός στοχασμός του Πλάτωνος: α) ο αισθητός κόσμος, β) ο κόσμος των Ιδεών και γ) ο υπερβατικός κόσμο; της Ιδέας του αγαθού ή του Θεού. Κεντρική έννοια της πλατωνικής φιλοσοφίας, που απλώνεται και στους τρεις αυτούς κόσμους είναι η έννοια της ψυχής. Η πλατω­νική έννοια περί ανθρώπου, η ανθρωπολογία του φιλοσόφου, δεν νοείται χωρίς τον αγώνα, που διεξάγεται στους διάλογους για την αξία της ψυχής και χωρίς την μέρι­μνα για την παιδεία της και την μεταφυσική της τύχη και σωτηρία.
Η έννοια της ψυχής ταυτίζεται με την έννοια της προσωπικότητας του ανθρώπου, έχει μεταφυσι­κή ρίζα, και τούτο σημαίνει, ότι η ψυχή ως προσωπική μονάδα είναι αιώνια. Η κατα­νόηση της ουσίας της ψυχής συμπίπτει με την ερμηνεία των δυνάμεων, που την συνι­στούν και γενικώς με την ερμηνεία της όλης πνευματικής ζωής. Επειδή όμως η ψυχή και η ιδέα ανταποκρίνονται η μία στην άλλη, η ερμηνεία της ψυχής είναι αδύνατον να γίνει χωρίς συνεχή αναφορά στον κόσμο των ιδεών.
Ο ηθικός αγώνας του ανθρώπου μέσα στην πολιτεία, όπως και ο μόχθος του για την απόκτηση της επιστημονικής γνώσεως, είναι κεφάλαια της ψυχικής ζωής, και αυτά είναι δυνατόν να κατανοηθούν, μόνον εφόσον αποκτήσουμε σαφή γνώση για την ουσία της ψυχής και για τους τρόπους, με τους οποίους η ψυχή εκφράζεται και δρα. Ο Πλάτων όμως εκτός από την ατομική ψυχή, η οποία είναι το αιώνιο στοιχείο του ανθρώπου, παραδέχεται και μία ψυχή του κόσμου, μία ψυχή του σύμπαντος, η οποία είναι στοιχείο καταστατικό της δομής του κόσμου.
Η έννοια αυτή της ψυχής του σύμπαντος είναι γνήσια Ελληνική και κατάγεται από την προσωκρατική φιλο­σοφία, ενώ η έννοια της ατομικής ψυχής έρχεται από την ορφική και πυθαγόρεια διδασκαλία. Όμως στον Πλάτωνα η θρησκευτική αυτή ιδέα περί ατομικής ψυχής μεταβάλλεται σε φιλοσοφική και θεμελιώνεται και διαφωτίζεται με κριτήρια λογικά. Η ψυχή γίνεται το κέντρο της γνώσης και της αυτοσυνειδησίας.»
Η ΠΕΡΙ ΨΥΧΗΣ ΘΕΩΡΙΑ ΣΤΟΝ «ΦΑΙΔΩΝΑ»
Εάν θελήσουμε τώρα να κάνουμε μία ευρύτατη περίληψη του διαλόγου του Πλάτωνος, όπως είναι ο «Φαίδων», μέσα στον οποίο θα αναζητήσουμε και τις σκέψεις του Σωκράτους περί ψυχής, αφού ο Πλάτων, κατά βάσιν, απεικόνιζε τις απόψεις του διδασκάλου του, θα παρακολουθήσουμε τις σκέψεις της Ομάδας Μελέτης Ελλήνων Συγγραφέων, η οποία, μέσα στο έργο «Προσεγγίσεις στον Πλάτωνα» γράφει, μεταξύ άλλων, και τα εξής:
Βρισκόμαστε στον Φλειούντα, πόλη στα νοτιοδυτικά της Κορίνθου, κάπου ανάμεσα στην Σικυωνίδα και την Αργολίδα, δύο ή τρεις μήνες μετά τον θάνατο του Σωκράτους. Ένας Φλειάσιος, οπαδός του φιλοσόφου Πυθαγόρα, ο Ερράτης, παρακαλεί τον Φαίδωνα, μαθητή του Σωκράτους και αυτόπτη μάρτυρα των τελευταίων στιγμών του μεγάλου δασκάλου, να τού αφηγηθεί το τέλος του Σωκράτους και ό,τι είπε, πριν πεθάνει.
Ο Φαίδων δέχεται να μιλήσει και αρχίζει να αφηγείται την συζήτηση, που έγινε στην φυλακή μεταξύ των Σωκράτους και των μαθητών και φίλων του, την τελευταία ημέρα της ζωής του. Έτσι, αρχίζει εκθέτοντας την ψυχολογική κατάσταση και τα ονόματα των παρευρισκομένων (Πλάτωνος Φαίδων, κεφ. 1-2).
Οι φίλοι και οι μαθητές του Σωκράτους έρχονται στην φυλακή. Με αφορμή την θλιβερή αποχώρηση της γυναίκας του Ξανθίππης, ο Σωκράτης παρατηρεί, ότι ο στε­νός σύνδεσμος μεταξύ του ευχάριστου και του λυπηρού θα μπορούσε να αποτελέσει θέμα κάποιου μύθου του Αισώπου.
Ο Κέβης ρωτά τον Σωκράτη, με αφορμή την απορία του ποιητή Ευήνου, γιατί στιχούργησε τους μύθους του Αισώπου στην φυλα­κή. Ο φιλόσοφος απαντά, ότι το έκανε, επειδή ήθελε να εξηγήσει κάποιο όνειρο του και εύχεται να τον ακολουθήσει και ο Εύηνος σε αυτήν την καλλιτεχνική δραστη­ριότητα ύστερα από λίγο.
Ο Σιμμίας εξεπλάγη, όταν άκουσε από τον φιλόσοφο, ότι επιδιώκει τον θάνατο, και ρωτά μαζί με τον Κέβητα την γνώμη του Σωκράτους για την αυτοκτονία. Ο Σωκράτης, τότε εξηγεί, ότι ο φιλόσοφος αποζητά τον θάνατο, χωρίς να έχει το δικαίωμα να αυτοκτονήσει. Και αυτό γιατί η ψυχή μας βρίσκεται σε μία "φυλακή" και ως κτήματα των θεών που είμαστε, κατά τον Σωκράτη, δεν επι­τρέπεται σε καμμία περίπτωση να διαπράξουμε αυθαίρετη απόδραση από αυτήν (την φυλακή) (Πλάτωνος, Φαίδων, κεφ. 3-6).
Στο άκουσμα των λόγων του Σωκράτους, ότι κανείς δεν πρέπει να αυτοκτονεί, ο Κέβης παρατηρεί, ότι θα ήταν βλακώδες να θέλει ο άνθρωπος να αποχωρίζεται τους θεούς, που φροντίζουν τους ανθρώπους και επιπλέον οι άνθρωποι αποτελούν χτή­ματα τους.
Ρωτάει, έτσι, τον Σωκράτη, γιατί πρέπει να επιθυμούμε τον θάνατο και εκείνος απαντά, ότι η ψυχή και στον Άδη θα βρει, πιθανότατα, ανθρώπους καλύτε­ρους από αυτούς, που είναι στην γη και ασφαλώς θεούς επίσης αγαθούς. Παράλληλα, δεν υπακούει σε σύσταση του δημίου, να διακόψει την συζήτηση (Πλάτωνος, Φαίδων, κεφ. 7-8).
Ο Σωκράτης, προσπαθώντας να αποκρούσει φαινομενική αντίφαση, λέει, ότι αν ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα είναι θάνατος, ο φιλόσοφος, επειδή παραμελεί το σώμα και φροντίζει την ψυχή, επειδή χωρίζει δηλαδή το σώμα από την ψυχή, διώχνει τον θάνατο. Έτσι ο φιλόσοφος στην ζωή κυνηγά την γνώση της αλήθειας. Σ' αυτήν φτάνει όχι με τις αισθήσεις, που μπορεί να τον ξεγελάσουν αλλά μόνο με την σκέψη, δηλαδή μέσω καθαρής διανοητικής εργασίας.
Πράγματι το σώμα με τις αδυναμίες του μόνον εμπόδια φέρνει στην ψυχή, που κυνηγά την γνώση της αλήθειας. Επομένως, η φιλοσοφία είναι εξάσκηση για τον θάνατο. Η αρετή συνίσταται στην απαλλαγή της ψυχής από τις επιθυμίες του σώματος (Πλάτωνος, Φαίδων, κεφ. 9-11).
Από το προηγούμενο συμπέρασμα του, ο Σωκράτης υποστηρίζει, ότι ο αληθινός φιλόσοφος του οποίου όλη η ζωή είναι προετοιμασία για τον θάνατο, χαίρεται, όταν πεθαίνει, καθώς μόνον μετά τον θάνατο, όταν δηλαδή η ψυχή είναι απαλλαγμένη από το σώμα, θα βρει την γνώση της αλήθειας.
Σύμφωνα με αυτό ο αληθινός φιλόσοφο; έχει την αληθινή ανδρεία, αφού δεν φοβάται τον θάνατο, και την αληθινή σύνεση, αφού παραμελεί το σώμα του και τις ηδονές, που αυτό μπορεί να του πρόσφερα· αντίθετα η σύνεση και η ανδρεία των πολλών είναι παρωδίες της αρετής και, κατά του ιδρυτές των μυστηρίων, αυτός που θα έχει καθαρθεί, θα κατοικεί στον Άδη με τους θεούς και με αγαθούς φίλους. Επομένως ο φιλόσοφος, που επιζητεί τον θάνα­το δεν πρέπει να τον φοβάται (Πλάτωνος, Φαίδων, κεφ. 12,13).
Σε ένσταση του Κέβητος, ότι η χαρά του φιλοσόφου, όταν πεθαίνει είναι δίκαιολογημένη μόνον υπό την προϋπόθεση, ότι η ψυχή είναι αθάνατη, ο Σωκράτης ανα­λαμβάνει να αποδείξει, ότι υπάρχει η αθανασία της ψυχής. Συνακόλουθα ο Σωκράτης υποστηρίζει, ότι, κατά γενικό κανόνα, το αντίθετο δίνει γέννηση στο αντί­θετο του και εξηγεί στην συνέχεια, ότι κάτι, που είναι μεγάλο, έγινε μεγάλο, εφόσον ήταν προηγουμένως πιο μικρό.
Εάν αυτό, λέει, αληθεύει, συνεπάγεται, ότι τα αντί­θετα διαδέχονται το ένα το άλλο χωρίς σταμάτημα. Π.χ. η κατάσταση της ζωής, αντί­θετη στην κατάσταση του θανάτου, διαδέχεται τον θάνατο.
Αυτό το πέρασμα από την μία κατάσταση σε μίαν άλλη μπορεί να πραγματοποιηθεί προς την μία ή την άλλη κατεύθυνση, γιατί αν ένα πέρασμα δεν πραγματοποιείτο παρά μόνον προς μία κατεύθυνση, πάντα την ίδια, το κάθε τι θα έβρισκε τελικά μία σύγχυση σε μία ακίνη­τη μονάδα.
Άρα, από την αρχή αυτή, που εφαρμόζεται στην αντίθεση μεταξύ ζωής και θανάτου, προκύπτει ότι δεν πρέπει μόνο να υπάρχει, όπως το δείχνει η εμπειρία, πέρασμα μόνο από την ζωή προς τον θάνατο, αλλά επίσης πέρασμα και από τον θάνατο στην ζωή.
Ο θάνατος, λοιπόν, δεν είναι μια εξαφάνιση, αφού οι ψυχές των νεκρών βρίσκονται κάπου στον Άδη, για να μπορούν να επανέλθουν στην ζωή. Αν δεν υπήρχε η αναβίωση, η μετεμψύχωση, θα είχαμε ευθεία γραμμή από την ζωή στον θάνατο, και όχι κύκλο, οπότε τα πάντα θα εξαφανίζονταν (Πλάτωνος, Φαίδων, κεφ. 14-17).
0 διάλογος συνεχίζεται με μία παρατήρηση του Κέβητος, που θα φέρει το δεύτερο επιχείρημα. Ο Κέβης λέει, ότι, σύμφωνα με την θεωρία της ανάμνησης, έχουμε οπωσδήποτε μάθει παλαιότερα αυτό, που ξαναβρίσκει το μυαλό μας στο παρόν. Ο Σωκράτης επανέρχεται σε αυτήν την θεωρία και τονίζει, ότι η ανάμνηση παρουσιά­ζεται, όταν αναφερόμαστε σε μίαν έννοια ιδεατή, την οποία ίσως γνωρίσαμε, προτού να ζήσουμε σε αυτόν τον κόσμο.
Αυτό αποδεικνύεται, καθώς οι άνθρωποι, όταν καθοδηγούνται σωστά, βρίσκουν μόνοι του την αλήθεια, την οποία ποτέ πιο πριν δεν διδάχτηκαν στην ζωή. Άλλωστε κάθε ανάμνηση προϋποθέτει προηγούμενη γνώση, η οποία ανακαλείται στην μνήμη, όταν βλέπουμε όμοιες ή παρόμοιες παραστάσεις.
Μαζί με την ανάπλαση ομοίων παραστάσεων συνδέεται και η κρίση μας για την ομοιότητα ή μη αυτής της παράστασης προς την παλιότερη" επειδή η λειτουργία των αισθήσεων, από τις οποίες αποκτούμε τις παραστάσεις των αισθήσεων, αρχίζει με την γέννηση, οι ιδέες, με τις οποίες συγκρίνουμε τα αισθητά, είναι ήδη γνωστές, από εκείνη την στιγμή, καθώς θα έχουμε ασφαλώς γνωρίσει αυτές τις ιδέες πριν από την γέννηση.
Αν γνωρίζουμε κάποιες ιδέες πριν από την γέννηση ή αν έχουμε αυτές, καθώς γεννιόμαστε και για όλη μας την ζωή ή αν τις χάσαμε κατά την γέννηση, τις απο­κτούμε ύστερα με την βοήθεια των αισθήσεων, με την ανάμνηση, δηλαδή με την ανά­πλαση από όμοια ή ανόμοια.
Αν, λοιπόν, η πρώτη απόδειξη ήταν σωστή, τότε οι άνθρωποι για όλη τους την ζωή θα κατέχουν την γνώση της αλήθειας. Η πείρα, όμως, διαψεύδει αυτό ακριβώς. Από εδώ αληθεύει η δεύτερη. Οι ψυχές έλαβαν την γνώση πριν από την γέννηση μας και, όπως ήδη αποδείχτηκε, έχουν γνωστική δύναμη.
Άρα προϋπάρχουν της γεννήσεως. Μία τρίτη υπόθεση, ότι δηλαδή παίρνουμε την γνώση κατά την γέννηση και την αποβάλλουμε αμέσως κατά την διάρκεια της, είναι γελοία. Είναι ανάγκη, λοιπόν, μετά από αυτήν την λογική αναγκαιότητα, κατά την οποία δεχόμαστε την ύπαρξη των ιδεών και την γνώση τους πριν από την γέννηση μας, να δεχτούμε, ότι η ψυχή μας, αυτή που γνωρίζει αυτά, προϋπήρξε της γεννήσεως μας (Κεφ. 18-22).
Στην ερώτηση του Κέβητος σχετικά με την ύπαρξη της ψυχής μετά τον θάνατο, ο Σωκράτης απαντά, ότι, όπως αποδείξαμε μέχρι τώρα "ά,τι ξη γεννιέται απ' αυτό, που είναι πεθαμένο". Άρα, αν η ψυχή υπάρχει πριν από την γέννηση και αν γεν­νιέται, όταν έρχεται στην ζωή, αυτή της η γέννηση δεν έχει άλλη προέλευση παρά την κατάσταση του θανάτου. Τότε πώς δεν είναι απαραίτητο η ψυχή να υπάρχει, ιδίως μετά τον θάνατο της, μια και οφείλει να ξαναγεννηθεί;
Ο Σωκράτης κάνει εδώ την σύνδεση των δύο επιχειρημάτων: Των αντιθέτων και της ανάμνησης. Αν η ανάμνηση αποδεικνύει την ύπαρξη των ψυχών, το επιχείρημα των αντιθέτων αποδεικνύει, ότι οι ψυχές, που επιζούν, είναι εκείνες των πεθαμένων.
Αν η ψυχή υπάρχει πριν από την ενσώματη ζωή και αν δεν μπορεί να έρθει στην ζωή από καμμιά άλλη κατάσταση παρά μόνον από τον θάνατο, είναι απαραίτητο, αφού εγκαταλείψει το σώμα, να συνεχίζει να ζη, για να μπορέσει να ξαναγεννηθεί στην ζωή. Η ανάμνηση χρησιμοποιείται για την ολοκλήρωση του πρώτου επιχειρήματος.
Η ύπαρξη της ψυχής μετά τον θάνατο χαρακτηρίζεται, όπως άλλωστε και στην πρω­τύτερη ύπαρξη της, από την ικανότητα της σκέψης.
Tα δύο πρώτα επιχειρήματα αποτελούν ένα σύνολο, αλλά η απόδειξη της αθα­νασίας της ψυχής είναι ακόμα ελλιπής, όπως προσδιορίζει ο Πλάτων, δείχνοντας, ou ο Σιμμίας και ο Κέβης δεν έχουν ακόμα πειστεί, πώς η ψυχή μπορεί να διατηρηθεί μετά τον θάνατο. Για να συμπληρωθεί η σκέψη, δεν μένει παρά να αποδειχτεί, ότι η ψυχή ανήκει στην φύση των εννοιών, είναι άρα απλή και ασώματη (Πλάτωνος Φαίδων, Κεφ.23).
Η βάση, στην οποία στηρίζεται το τρίτο επιχείρημα είναι, ότι "το όμοιο είναι γνω­στό από το όμοιο". Είναι ανάγκη, όμως, να μελετηθεί βαθύτερα το θέμα του θανά­του, με σκοπό να νικηθεί τελικά ο φόβος του.
Ο Σωκράτης επιχειρεί την απόδειξη του τρίτου επιχειρήματος λέγοντας, πως κάθε τι σύνθετο μπορεί να διαλυθεί, κάθε απλό, όμως, είναι αδιάλυτο. Αυτό, που αλλοιώνεται συνεχώς, είναι σύνθετο, ενώ το αναλλοίωτο είναι απλό. Tα αισθητά είναι αντιληπτά με τις αισθήσεις, ενώ οι ιδέες, που είναι αόρατες, γίνονται αντιληπτές με το πνεύμα.
Από τα όντα άλλα είναι ορατά και άλλα αόρατα, και από αυτά τα ορατά είναι μεταβλητά, ενώ τα αόρατα αμετάβλητα και αναλλοίωτα. Από αυτά τα δύο συστατι­κά του ανθρώπου είναι: το σώμα ορατό και η ψυχή αόρατη.
Επειδή, όμως, τις ιδέες τις αντιλαμβανόμαστε μόνο με την ψυχή - και τις αντιλαμβανόμαστε καλύτερα, όσο περισσότερο η ψυχή είναι απαλλαγμένη από την επιρροή του σώματος - η ψυχή είναι όμοια με τις αθάνατες και αναλλοίωτες ιδέες, ενώ το σώμα με τα αισθητά.
Επειδή η ψυχή μοιάζει με το θείο και την αρχικότητα, συνεπάγεται ότι, αφού είναι όμοια με το θείο και τις ιδέες, έχει και όλες τις ιδιότητες τους. Είναι δηλαδή θεία, αθάνατη, νοητή, απλή, αδιάλυτος, καθώς δεν μπορεί να διαλυθεί από τον άνεμο και αναλλοίωτη. Το αντίθετο είναι το σώμα.
Έτσι το σώμα είναι διαλυτό, η ψυχή αδιάλυτη, αλλά αν κάποια σώματα και ιδίως κάποια τμήματα τους είναι και μετά τον θάνατο αδιάλυτα, όπως τα ταριχευμένα σώματα, π.χ. τα οστά, σχεδόν αθάνατα, πολύ περισσότερο αθά­νατη οφείλει να είναι η ψυχή, και μάλιστα αν έμενε κατά την ζωή καθαρή από το σώμα (Πλάτωνος Φαίδων, Κεφ. 24-29).
Στο σημείο αυτό τίθεται το ζήτημα, του τί περιμένει τις ψυχές μετά τον θάνατο, και της μετεμψύχωσης. Οι ψυχές των φαύλων, καθώς είναι συνδεδεμένες με τα σώματα και βεβαρημένες από τις επιθυμίες τους, έλκονται στην γη και μετά τον θάνατο, ώσπου να ενταχθούν σε νέο σώμα. Έτσι, οι ψυχές αυτών εντάσσονται σε σώματα ζώων, που έχουν ανάλογα ήθη με αυτές
Στους θεούς φτάνουν μόνον οι αληθινοί φιλόσοφοι, αυτοί που αυστηρά απέχουν από τις σωματικές επιθυμίες και έχουν καθάρει την ψυχή τους με την φιλοσοφία. Η φιλοσοφία, όταν βρίσκει την ψυχή του φιλοσόφου φυλακισμένη στο σώμα και αξιοθρήνητη, ζητά να λύσει τα δεσμά της, με το να διδάσκει, ότι οι αισθήσεις είναι απατηλές, οι ηδονές και οι λύπες την καθηλώ­νουν στο σώμα, με το οποίο αναγκάζεται να γίνει ομόδοξη, ομότροπη και ομότροφη, ανίκανη να ανέλθει στην κοινωνία των θεών. Μόνον η φρόνηση οδηγεί στην αλήθεια.
Η ψυχή, που καθοδηγείται από την φιλοσοφία και επιδιώκει την καθαρή αλήθεια στην ζωή, μετά τον θάνατο απέρχεται στους θεούς, χωρίς να φοβάται μήπως στην πορεία διαλυθεί από τους ανέμους (Πλάτωνος, Φαίδων, Κεφ. 30-34).
Ενώ όλοι σιωπούν, ο Σιμμίας και ο Κέβης είναι στενοχωρημένοι. Αμφιβάλλουν και διστάζουν να μιλήσουν. Ο Σωκράτης, όμως, που το κατάλαβε, τους προτρέπει να μιλήσουν χωρίς δισταγμό.
Ο Σιμμίας, λοιπόν, συγκρίνει την ψυχή με την αρμονία και το σώμα με την λύρα και τις χορδές της. Λέει, ότι η αρμονία είναι πράγμα αόρατο, ασώματο, τέλειο στην κουρδισμένη λύρα, αλλά η λύρα αυτή καθαυτή και οι χορδές της είναι σώματα, επομένως συγγενικά με την θνητή φύση.
Ας υποθέσουμε, ότι η λύρα σπάει και ότι οι χορδές της κόβονται. Η αρμονία θα καταστραφεί. Τότε ποιο θα είναι το πρώτο πράγμα, που θα δεχτεί την φθορά; Η αρμονία ή η λύρα; (Κεφ. 35-36).
0 Κέβης δέχεται, ότι η ψυχή είναι ισχυρότερη και πιο μακρόζωη από το σώμα, αλλά νομίζει, ότι και αυτή στο τέλος, καθώς διέρχεται μέσα από πολλά σώματα εξα­ντλείται και πεθαίνει.
Όπως ο υφαντής, αφού υφάνει πολλά ιμάτια και τα κατατρίψει, στο τέλος πεθαίνει, έτσι και η ψυχή αφού φθαρεί σε πολλά σώματα, στο τέλος εξαντλείται η ίδια και φθείρεται. Με αυτήν την αντίρρηση οι παρευρισκόμενοι, αν και προηγουμένως είχαν πεισθεί, τώρα αρχίζουν να δυσπιστούν.
Ο Εχεκράτης, που διακόπτει τον Φαίδωνα κατά την αφήγηση του, δικαιώνει αυτούς (Πλάτωνος Φαίδων, Κεφ. 37,38).
0 Σωκράτης παραδέχεται, ότι το ζήτημα δεν είναι απλό και προσπαθεί όλους να ινς ενθαρρύνει. Μόνο μία ατυχία δεν πρέπει να τους καταβάλλει: μεταξύ των επι­χειρημάτων συμβαίνει, ό,τι συμβαίνει και μεταξύ των ανθρώπων. Από αυτούς πολλοί είναι μέτριοι αλλά ελάχιστοι οι εξαιρετικοί. Δεν πρέπει λοιπόν να μιλούν με μισόλογα, αλλά να ζητήσουν νέα επιχειρήματα (Πλάτωνος Φαίδων, Κεφ. 39-40).
Ο Σωκράτης επαναλαμβάνει την άποψη του Σιμμία και αποδεικνύει: α) ότι αυτή βρίσκεται σε αντίφαση προς την θεωρία της ανάμνησης, γιατί αν η ψυχή ήταν αρμο­νία, δεν θα ήταν νοητή η προΰπαρξη της ψυχής, β) ότι η αρμονία έχει διάφορους βαθ­μούς, ενώ η ψυχή δεν έχει, γ) ότι αν η -ψυχή ήταν αρμονία, θα έπρεπε να ακολουθεί τα μέρη στα οποία βρίσκεται, ενώ η ψυχή εναντιώνεται στο σώμα. Η ψυχή, άρα είναι δύναμη, η οποία εξουσιάζει και διευθύνει το σώμα (Κεφ. 41-43).
Μετά από αυτά ο Σωκράτης έρχεται στην αντίρρηση του Κέβητος, ο οποίος παραδέχεται την ύπαρξη της ψυχής αλλά αρνείται την αθανασία της. Έτσι, ο μεγά­λος φιλόσοφος εκθέτει, πώς κατέληξε να παραδεχτεί την θεωρία των ιδεών. Η φυσι­κή φιλοσοφία των Ιώνων εξετάζει, βέβαια, πλήθος δευτερευόντων στοιχείων ως αιτίων, αλλά δεν φτάνει στην πρώτη αιτία.
Ο Αναξαγόρας παραδέχεται, βέβαια, ότι ο νους είναι αιτία όλων των πραγμάτων, αλλά συγχρόνως απέδιδε την αιτία στον αέρα, τον αιθέρα και σε άλλα. Έτσι ο Σωκράτης αναγκάστηκε να χαράξει ίδια πορεία και να λύσει το πρόβλημα, που τον απασχολεί. Αιτία λοιπόν της γέννησης και της φθοράς αλλά και της ύπαρξης είναι μόνον η ιδέα, η ιδανική και η απόλυτη ύπαρ­ξη με την παρουσία και κοινωνία της οποίας είναι ο,τιδήποτε είναι και γίνονται, όσα γίνονται (Πλάτωνος, Φαίδων Κεφ. 44-49).
Η δεύτερη απόδειξη των αντιθέτων έχει ως εξής; Κάθε πράγμα είναι αυτό που είναι, μόνον επειδή συμμετέχει σε μίαν ορισμένη ιδέα. Καμμία ιδέα δεν μπορεί να δεχτεί το αντίθετο της. Χωρίς αμφιβολία, ένα συγκεκριμένο υποκείμενο μπορεί να είναι μεγάλο ή μικρό, ανάλογα με την περίπτωση, αλλά η ιδέα της μεγαλοσύνης σε καμμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να δεχτεί την μικρότητα ή και το αντίθετο. Έτσι, τα συγκεκριμένα και ατομικά πράγματα, των οποίων η ουσία υπονοεί μόνον τον ένα από τους δύο αντίθετους όρους, είναι απρόσιτα το ένα στο άλλο.
Δεν είναι μόνον η ιδέα της ομοιότητας, που δεν θα μπορούσε να δεχτεί την ιδέα της ανομοιότητας, αλλά ένας οποιοσδήποτε ζυγός αριθμός δεν θα μπορούσε ποτέ να γίνει μονός ή, ακόμα, to χιόνι δεν είναι περισσότερο προσιτό στην ζέστη απ' ότι η ιδέα του κρύου σε αυτήν του ζεστού.
Άρα η ψυχή έχει για ουσία την ζωή, την οποία φέρει παντού μαζί της. Απορρίπτει επομένως το αντίθετο της, τον θάνατο, και όπως δεν υπάρχει άλλο δυνα­τό ξαναγέννημα της ζωής παρά μόνο ο θάνατος, η "ψυχή είναι άφθαρτη (Πλάτωνος Φαίδων, κεφ. 50-56).
Μετά από αυτά ο Πλάτων περιγράφει, όπως φαντάζεται, την Γή εσωτερικά κα εξωτερικά, καθώς και την κρίση των ψυχών στον Άδη.
Εκεί οι ψυχές των κακών. αναλόγως, βέβαια, με τα εγκλήματα, που έκαναν στη ζωή, θα τιμωρηθούν ή θα καθαρθούν, ενώ οι ψυχές των αγαθών θα αμειφθούν και περισσότερο όσες καθάρ θηκαν στην Γή με την φιλοσοφία (Πλάτωνος, Φαίδων, κεφ. 57-63)
Επειδή η ώρα του θανάτου του Σωκράτους πλησίαζε, ο Κρίτων ζήτησε από αυτόν να τού πει τις τελευταίες επιθυμίες του.
Ο Σωκράτης εγκαταλείπει το δωμάτιο του, για να λουστεί και οι μαθητές του θρηνούν. Μόλις επέστρεψε, ο υπηρέτης των ένδε­κα τον ειδοποίησε να ετοιμαστεί. Ο Σωκράτης, χωρίς να περιμένει την δύση, ζητάει να τού φέρουν το κώνειο. Το πίνει ατάραχος, ενθαρρύνει του μαθητές του και πεθαίνει ήσυχος. Ο Φαίδων τελειώνει την αφήγηση του, μιλώντας με συγκινητικό τρόπο για τον δάσκαλο του (Πλάτωνος Φαίδων, Κεφ. 64-67).
(1ο Λύκειο Κερατσινίου, Ομάδα Μελέτης Ελλήνων Συγγραφέων, Επιβλέπων: Παναγιώτης Κων. Μητροπέτρος: «Προσεγγίσεις στον Πλάτωνα», Δήμος Κερατσινίου-1998).

Δευτέρα 8 Σεπτεμβρίου 2014

Οι μεταρρυθμίσεις της ελληνικής αρχαιότητας!..


Οι μεταρρυθμίσεις της ελληνικής αρχαιότητας!..

Ίσως κάποιοι νομίζουν ότι οι μεταρρυθμίσεις που ζητάνε να κάνουν σήμερα οι πολιτικοί είναι ένα … καινούργιο φρούτο. Λανθάνουν. Και … πλανώνται πλάνην οικτράν!... Μεταρρυθμίσεις γίνονταν και στην αρχαιότητα, όπως για παράδειγμα, του Κλεισθένη, που έθεσε τις βάσεις για τη δημοκρατική μεταρρύθμιση της Αθήνας.!... Διαβάστε μια σειρά άρθρων βασισμένα στο μνημειώδες έργο του Πανεπιστημίου του Καίμπριτζ: «Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας»!..
Η ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΪΚΗΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΛΕΙΣΘΕΝΗ
Για τη δεκαετία που ακολουθεί την πτώση της τυραννίας των Πεισιστρατιδών ελάχιστες μαρτυρίες σώζονται σχετικά με την ιστορία της Αθήνας. Μερικά διονυσιακά άσματα με πολιτικό απόηχο δια­σώθηκαν από το συγγραφέα Αθηναίο, ο οποί­ος έζησε περίπου επτακόσια χρόνια αργότερα, και πιθανώς αφορούν αυτή την περίοδο. Επί­σης, διασώθηκαν μερικές επιγραφές, καθώς και ορισμένα αγγεία και άλλα υλικά ευρήματα, τα οποία, αν και δεν μπορούν να χρονολογηθούν με ακρίβεια, παρέχουν πρόσθετες ενδείξεις. Σαφείς πληροφορίες αντλούμε εξ ολοκλήρου από τον Ηρόδοτο και την Αθηναίων Πολιτεία του Αριστοτέλη, πηγές που συμπληρώνουμε με απο­σπασματικές αναφορές σε μεταγενέστερους συγγραφείς. Ο Ηρόδοτος έγραψε περίπου εξή­ντα ή εβδομήντα χρόνια μετά τις μεταρρυθμί­σεις του Κλεισθένη, γι' αυτό και θεωρεί τα εσω­τερικά της Αθήνας δευτερεύοντα σε σχέση με άλλες υποθέσεις. Ο Αριστοτέλης για το ιστορι­κό μέρος της διήγησης του, η οποία γράφτηκε περίπου ενάμιση αιώνα μετά τα γεγονότα, βα­σίζεται στην αφήγηση του Ηροδότου και προ­σθέτει τη μοναδική διασωθείσα λεπτομερή πε­ριγραφή των πολιτειακών μεταρρυθμίσεων του Κλεισθένη. Στη συνέχεια, επιχειρείται η ανα­συγκρότηση των γεγονότων με τη σειρά που μας υποδεικνύουν οι εν λόγω πηγές.

ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΑΠΟ ΤΟ 511/10 ΕΩΣ ΤΟ 507/6 π.Χ.
Το κενό εξουσίας που δημιουργήθηκε μετά την εκδίωξη των Πεισιστρατιδών δεν έγινε αμέσως αισθητό. Επειδή οι τύραννοι δεν έθιξαν στην ουσία το πολίτευμα του Σόλωνα, και ήταν ευ­χαριστημένοι με τη διακατοχη των μεγάλων αξιωμάτων από συγγενείς και φίλους τους (Θουκ. ΣΤ', 54.6), ο άρχων Αρπακτίδης μάλλον εξέτισε τη θητεία του μέχρι τη λήξη της, παρόλο που εκλέχθηκε όσο ακόμη ο Ιππίας διατηρούσε την εξουσία, και είναι πολύ πιθανό ότι ο μηχανι­σμός της κυβέρνησης εξακολούθησε να λει­τουργεί. Δεν έχουμε πληροφορίες, όμως, για το αν οι παλιές έριδες των αριστοκρατικών οικο­γενειών, οι οποίες τον 6ο αιώνα π.Χ. είχαν βοη­θήσει τον Πεισίστρατο να αναρριχηθεί στην εξουσία, εμφανίστηκαν εκ νέου. Tα επό­μενα έτη, μέχρι την εκλογή του Ισαγόρα ως άρχοντα το 508/7 π.Χ., φαί­νεται ότι αφιερώθηκαν στην εκκα­θάριση των υπολειμμάτων της τυ­ραννίας των Πεισιστρατιδών από τη δημόσια ζωή της Αθήνας.
Γνωρίζουμε συνολικά έξι νο­μοθετικά μέτρα, τα οποία, αν και δεν μπορούμε να τα τοποθετήσουμε σε χρονολογική ακολουθία, πιθανώς θε­σπίστηκαν κατά τα τρία έτη που ακολούθησαν. Τουλάχιστον δύο από τα μέτρα αυ­τά είχαν ισχυρό αντίκτυπο στις μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη. Το πρώτο ήταν η επαναφορά σε ισχύ ενός παλαιού νόμου, μάλλον από την εποχή του Δράκοντα, ο οποίος διακήρυττε ότι εάν κάποιος επιχειρούσε ή υποβοηθούσε την εδραίωση της τυραννίας στην Αθήνα, θα θεω­ρείτο παράνομος αυτός και οι απόγονοι του. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι η δημοσίευση των ονο­μάτων των Πεισιστρατιδών και η απαγόρευση που απαγγέλθηκε εναντίον τους, γεγονότα τα οποία μαθαίνουμε από τον Θουκυδίδη (ΣΤ', 55, 12), συνδέονται με την ψήφιση του ως άνω νό­μου. Ένα άλλο μέτρο που επηρέασε τις μεταρ­ρυθμίσεις του Κλεισθένη ήταν η αναθεώρηση του καταλόγου των πολιτών (διαψηφισμός), ο οποίος, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, πραγμα­τοποιήθηκε λίγο μετά την εκδίωξη των τυράν­νων και αφορούσε «ανθρώπους νόθας κατα­γωγής», «διότι επικρατούσε η αντίληψη ότι πολ­λοί απολάμβαναν πολιτικά δικαιώματα, χωρίς να τα δικαιούνται» (Αθηναίων Πολιτεία, IT', 5). Μόνο εικασίες μπορούμε να διατυπώσουμε για το ποιοι ήταν εκείνοι που αφορούσε ο νόμος και πώς είχαν στερηθεί τα πολιτικά τους δι­καιώματα. Πάντως, αφού πριν από τον Κλει­σθένη η συμμετοχή σε κάποια φρατρία συνι­στούσε τη μόνη απόδειξη της ιθαγένειας, ο δια­ψηφισμός μάλλον υποχρέωνε τις φρατρίες να εξετάσουν ή να αναθεωρήσουν τους καταλό­γους των μελών τους, ώστε να εξαιρεθούν από την τάξη των πολιτών όσοι δεν ήταν καταχω­ρισμένοι. Ο Αριστοτέλης μάς πληροφορεί ότι στερήθηκαν τότε των πολιτικών δικαιωμάτων τους όσοι «από φόβο» προσχώρησαν στην πα­ράταξη του Πεισιστράτου, προφανώς επειδή είχαν ανάγκη την προστασία του. Μάλλον την ίδια τύχη είχαν οι μισθοφόροι και σωματοφύ­λακες, τους οποίους χρησιμοποίησε ο Πεισί­στρατος όταν ανέβηκε στη εξουσία, και γι' αυ­τό τους έδωσε άδεια να εγκατασταθούν στην Αττική, καθώς και απόγονοι ειδικευμέ­νων τεχνιτών, τους οποίους ο Σόλων ενθάρρυνε να εγκατασταθούν με τις οικογένειες τους στην Αττική. Σύμφωνα με τη γνώμη του Πλουτάρ­χου, το γεγονός ότι ο Σόλων τους είχε αναγνωρίσει επισήμως ως πο­λίτες αποτελούσε ήδη ένα πρώτο πρόβλημα. Το σπουδαιότερο πρόβλη­μα, όμως, ήταν ότι και αυτοί και οι μισθοφόροι του Πεισιστράτου μπο­ρούσαν κάλλιστα να ασκούν ορισμένα πολιτικά δικαιώματα, όπως να πα­ρευρίσκονται σε συνεδριάσεις της εκκλησίας του δήμου και της Ηλιαί­ας, με ρητή ή σιωπηρή έγκριση του τυράννου, χωρίς να έχουν γίνει πο­τέ αποδεκτοί από τις φρατρίες. Είναι, λοιπόν, αντιληπτό ότι αυτοί οι άν­θρωποι ήταν πολιτικώς ευάλωτοι με­τά την πτώση της τυραννίας. Με τον περιορισμό της ιδιότητας του πολί­τη σε όσους περιλαμβάνονταν στους καταλόγους των φρατριών, που κα­θιέρωσε ο διαψηφισμός, στερήθηκαν όσα πο­λιτικά δικαιώματα ασκούσαν προηγουμένως.
Γνωρίζουμε την ακριβή χρονολογία για δύο γεγονότα αυτής της περιόδου. Ελάχιστα συ­μπεράσματα μπορούμε να εξαγάγουμε από το «Πάριο Χρονικό» (επ. 46), με βάση το οποίο ο θεσμός των μουσικών αγώνων με χορούς αν­δρών, πιθανώς στα Παναθήναια, εισήχθη για πρώτη φορά την περίοδο που άρχων ήταν ο Λυσαγόρας, το 509/8 π.Χ. Αντιθέτως, είναι απο­καλυπτικό το γεγονός ότι η γιορτή, την οποία ο Πεισίστρατος μετέτρεψε σε πατριωτικό εορτα­σμό της Αθήνας, διατηρήθηκε μετά την πτώση της τυραννίας, ενδεχομένως με κάποιες τροπο­ποιήσεις. Μεγαλύτε­ρο ενδιαφέρον πα­ρουσιάζει η αναφορά του Πλινίου (Naturcdis Historia, «Φυσική Ιστορία», ΧΧΧIV.17),ότι το 509 π.Χ. φιλοτεχνήθη­καν στην Αθήνα αγάλματα των «Τυ­ραννοκτόνων» Αρμο­δίου και Αριστογείτονα, τα οποία αδιαμφισβήτητα είναι πανομοιό­τυπα με αυτά που αποδίδει ο Παυ­σανίας {Αττικά, 8.5) στον Αντήνο­ρα. Αν και η χρονολογία δεν πρέ­πει να είναι σωστή, φαίνεται ότι αμέσως μετά την ανατροπή των τυράννων, η τυραννοκτονία εορ­ταζόταν δημοσίως.
Στην ίδια εποχή αποδίδεται, επίσης, κάποιο διάταγμα που απαγόρευε τα βασανιστήρια εις βάρος Αθηναίων πολιτών, το οποίο χρονολογείται από τον Ανδοκίδη, στην περίοδο που άρχων ήταν ο Σκαμάνδριος, για το λόγο ότι τέτοια βασανιστήρια συνήθως γίνονταν από τους τυράννους. Καθώς δεν υπάρχει κα­μία αυτοτελής ένδειξη που να πα­ραπέμπει στη θητεία του Σκαμανδρίου, έχει γίνει κοινώς αποδεκτό ότι η εν λόγω νομοθεσία θεσπίστη­κε το επόμενο έτος μετά από την εκ­δίωξη των τυράννων, δηλαδή το 510/9 π.Χ.

Υπήρξαν αρχαίοι που σκηνοθετούσαν δολοφονίες;Σακκετος


Υπήρξαν αρχαίοι που σκηνοθετούσαν δολοφονίες;

Κι όχι μόνο!.. Διαβάστε επί πλέον πώς μετά το θάνατο του Δάμαντος, ο Αγαθοκλής, που ήταν ωραίος και γεροδεμένος, πήρε γυναίκα του την πλούσια χήρα του προστάτη του. Μερικοί θεωρούν τον θάνατό του φυσιολογικό, ενώ άλλοι λένε ότι δηλητηριάστηκε από τον εγγονό του Αγάθαρχο με ένα δηλητήριο τόσο δυνατό ώστε ο Αγαθοκλής, για να σταματήσουν οι πόνοι, άναψε μια πυρά και κάηκε ζωντανός!
Η εντυπωσιακή Ελληνίδα καλλονή, Σάσα Μπάστα, της οποίας η αστραφτερή ομορφιά και η συνολική εμφάνιση οδηγεί τη σκέψη πολλών Ελλήνων στους αρχαίους προγόνους μας, με όλα εκείνα τα πάθη ή τις αδυναμίες τους!.. (Η φωτογραφία είναι ανέκδοτη από το αρχείο του γράφοντος).
ΟΠΟΙΟΣ ανοίξει μια εγκυκλοπαίδεια (1) και αναζητήσει το όνομα Αγαθοκλής θα συναντήσει τουλάχιστον επτά προσωπικότητες της αρχαίας ελληνικής ιστορίας (2), όπου τον κυρίαρχο ρόλο δεν τον έχουν οι ισχυροί άνδρες, αλλά και οι .. ισχυρές γυναίκες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο γενναίος χιλίαρχος Αγαθοκλής για τον οποίο καλό θα ήταν να διαβάσουμε ορισμένα στοιχεία από τη ζωή του, ενώ στις σημειώσεις μας θα διαβάσουμε και κάποια πολύ ενδιαφέροντα πράγματα και για άλλα ιστορικά πρόσωπα με το ίδιο όνομα:
Ο ΑΓΑΘΟΚΛΗΣ ήταν Τύραννος των Συρακουσών (361-289 π.Χ.). Γεννήθηκε στο Ρήγιο της Ιταλίας, γιος του κεραμέα Καρκίνου, που ήταν πολιτικός εξόριστος στις Θέρμες της Σικελίας. Ο Αγαθοκλής πήγε εθελοντής στο στρατό των Συρακουσίων και διακρίθηκε στον πόλεμο με τον Ακράγαντα• έτσι ο στρατηγός των Συρακουσίων Δάμας τον έκανε χιλίαρχο. Μετά το θάνατο του Δάμαντος, ο Αγαθοκλής, που ήταν ωραίος και γεροδεμένος, πήρε γυναίκα του την πλούσια χήρα του προστάτη του. Ισχυρός πια και πλούσιος, ο Αγαθοκλής μπήκε επικεφαλής της δημοκρατικής μερίδας –που την αποτελούσαν κυρίως εξόριστοι– κι ελευθέρωσε τις Συρακούσες από τον τύραννό τους Σωσίστρατο και τους Καρχηδόνιους συμμάχους του. Έπειτα από την ανεπιτυχή απόπειρα του Κορίνθιου στρατηγού Ακεστορίδη, που είχε διοριστεί αρχηγός του στρατού των Συρακουσών, να σκοτώσει τον Αγαθοκλή, ο τελευταίος σκηνοθέτησε μια άλλη απόπειρα δολοφονίας του και βρήκε έτσι αφορμή να κατασφάξει τους αντιπάλους του της Γερουσίας! Πάνω από 10.000 πολίτες των Συρακουσών σκοτώθηκαν τότε ή εξορίστηκαν, και ο Διόδωρος ο Σικελιώτης λέει ότι «επί δύο μέρες οι Συρακούσες παρουσίαζαν θέαμα τρομακτικών σφαγών και λεηλασιών».
ΑΝΩΤΑΤΟΣ ΑΡΧΟΝΤΑΣ
Ανώτατος άρχοντας, χωρίς αντιπάλους, το 317 π.Χ., ο Αγαθοκλής θέλησε να κατακτήσει τη συμπάθεια του λαού χαρίζοντάς του τα χρέη, μοιράζοντας τη γη, εξυγιαίνοντας τα δημόσια οικονομικά και δημιουργώντας δυνατό στρατό και στόλο. Κατέκτησε όλη τη Σικελία και έδιωξε τους Καρχηδόνιους από το νησί. Οι Καρχηδόνιοι, που ήταν εμπορικός λαός κι έβλεπαν τη Σικελία σαν γέφυρα του εμπορίου τους με την Ευρώπη, έστειλαν στο νησί το στρατηγό Αμίλκα με ισχυρό στρατό, ένα μέρος του οποίου χάθηκε μαζί με πολλά πλοία σε μια τρικυμία. Έπειτα από μια αμφίρροπη μάχη, ο Αγαθοκλής αποσύρθηκε στις Συρακούσες. Σε λίγο όμως αποφάσισε να διασπάσει την πολιορκία του Αμίλκα και να μεταφέρει τον πόλεμο στην Καρχηδόνα. Άφησε την αρχή στις Συρακούσες στον αδελφό του Άντανδρο και, ξεγελώντας τους Καρχηδόνιους με μια νηοπομπή σιταγωγών, μπόρεσε να ξεφύγει από τον πολύ ισχυρότερο αντίπαλο στόλο και να φτάσει στην Καρχηδόνα, όπου φυσικά τον κυνήγησαν τα εχθρικά σκάφη.
ΠΥΡΠΟΛΗΣΕ ΤΟΝ ΣΤΟΛΟ ΤΟΥ!
Ο Αγαθοκλής πυρπόλησε το στόλο του για να μην έχει ο στρατός του άλλη εκλογή από τη νίκη. Έτσι κατέλαβε πολλές πόλεις και νίκησε μια μεγάλη καρχηδονική στρατιά. Ο Αμίλκας έστειλε ενισχύσεις από τη Σικελία, οι Συρακούσιοι όμως έλυσαν την πολιορκία της πόλης τους και τον σκότωσαν.
Επειδή ξανάρχισαν στις Συρακούσες παλιές φιλονικίες, ο Αγαθοκλής άφησε την αρχηγία του αφρικανικού στρατού του στο γιο του Αγάθαρχο και έφυγε για τις Συρακούσες με 2.000 άνδρες και νέα πλοία. Οι Καρχηδόνιοι όμως κατόρθωσαν να νικήσουν τον Αγάθαρχο και ο Αγαθοκλής αποφάσισε να ξαναγυρίσει στην Καρχηδόνα. Για να διασπάσει το θαλάσσιο αποκλεισμό των Καρχηδονίων, που δεν είχε πάψει ποτέ, βγήκε πρώτος με 17 τριήρεις στην ανοιχτή θάλασσα, δίνοντας προηγουμένως εντολή σε 18 τυρρηνικές τριήρεις να ξεκινήσουν πίσω από τον καρχηδονικό στόλο, που θα τον καταδίωκε. Αυτό κι έγινε και ξαφνικά ο Αγαθοκλής στράφηκε με τα πλοία του προς το μέρος των Καρχηδονίων, που βρέθηκαν έτσι ανάμεσα σε δύο πυρά. Η πλήρης καταστροφή του στόλου τους τού άφησε ελεύθερο το δρόμο προς την Αφρική. Όμως, παρ' όλες τις επιτυχίες του εκεί, δεν μπόρεσε να επικρατήσει, γιατί τον καλούσαν πίσως διάφορα γεγονότα στη Σικελία.
ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΤΗΣ ΙΤΑΛΙΑΣ
Γύρω στο 305, ο Αγαθοκλής ανακηρύχτηκε βασιλιάς της Ιταλίας, επεκτείνοντας την κυριαρχία του στη Νότια Ιταλία και την Αδριατική. Ο Πτολεμαίος Α' της Αιγύπτου τού έδωσε γυναίκα την προγονή του Θεοξένη (η χήρα του Δάμαντος είχε πεθάνει στο μεταξύ). Μέχρι τέλους, ο Αγαθοκλής ετοιμαζόταν για νέο πόλεμο εναντίον της Καρχηδόνας. Πέθανε το 289 π.Χ., αλλά υπάρχουν αντιγνωμίες σχετικά με το θάνατό του: Μερικοί τον θεωρούν φυσιολογικό, ενώ άλλοι λένε ότι δηλητηριάστηκε από τον εγγονό του Αγάθαρχο με ένα δηλητήριο τόσο δυνατό ώστε ο Αγαθοκλής, για να σταματήσουν οι πόνοι, άναψε μια πυρά και κάηκε ζωντανός (!!). Ο θάνατός του ακολουθήθηκε από αναβίωση της καρχηδονικής δύναμης στη Σικελία! 
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1. Εν προκειμένω η εγκυκλοπαίδεια «Δομή»
2. Εκτός του Αγαθοκλή, που αναλύουμε παραπάνω, δεύτερος ήτανο γιος του τυράννου των Συρακουσών. Πήγε το 209 π.Χ. ως πρεσβευτής στην αυλή του βασιλιά της Μακεδονίας Δημητρίου για να συνάψει μαζί του συνθήκη μεταξύ Μακεδονίας και Συρακουσών. Ο πατέρας του τον ανακήρυξε διάδοχο, το ίδιο όμως έκανε και για τον άλλο γιο του Αγάθαρχο. Έτσι, όταν ο Αγαθοκλής πήγε να παραλάβει την αρχηγία του στρατού, ο αδελφός του τον δολοφόνησε. Τρίτος οΈλληνας βασιλιάς της Βακτριανής (σημερινού Τουρκεστάν και μέρους του Αφγανιστάν) που έζησε στα μέσα του 2ου αιώνα π.Χ. Σώζονται νομίσματά του με βακτριανούς και ινδικούς χαρακτήρες. Τέταρτος ο γιος του Λυσίμαχου, ενός από τους διαδόχους του Μ. Αλεξάνδρου, που πήρε ως μερίδιό του τη Θράκη και τον Ελλήσποντο. Ο Λυσίμαχος έσφαξε τον Αγαθοκλή μπροστά στη γυναίκα του Λυσάνδρη, γιατί υποψιάστηκε πως είχε επιβουλευτεί το θρόνο του. Η Λυσάνδρη δραπέτευσε τότε με τον αδελφό τού συζύγου της, κατέφυγε στην αυλή του βασιλιά της Βαβυλωνίας Σελεύκου και τον παρακίνησε να εκστρατεύσει και να τιμωρήσει τον Λυσίμαχο. Πέμπτος ο Έλληνας ιστορικός του 2ου αιώνα π.Χ., από την Κύζικο. Έγραψε την Πατριδογραφία Κυζίκου. Έκτος ένας ιστοριογράφος από τη Χίο, που έγραψε και γεωγραφικά έργα. Έβδομος ο αδελφός της εταίρας Αγαθόκλειας, που ήταν θρανογράφος (χρωματιστής τοίχων) και κατόρθωσε να παίξει ρόλο στην αυλή των Πτολεμαίων.
3. Αγαθοκλής = αγαθός + κλέος (: δόξα) > Η δόξα του αγαθού.

Αναρτήθηκε: 10/09/12 22:36

Είχε προσωπική σχέση με τη Σαπφώ ο ποιητής Αλκαίος;


«Τον καιρό της Σαπφούς», έργο του Τζον Γουίλιαμ Γκόντγουαρντ, Μουσείο J. Paul Getty (1904).

Είχε προσωπική σχέση με τη Σαπφώ ο ποιητής Αλκαίος;

Για την προσωπική σχέση του Αλκαίου με τη Σαπφώ δεν είναι, βέβαια, τίποτε γνωστό, όμως ήδη η αρχαιότητα τους έβλεπε σαν ποιητικό ζευγάρι και έτσι τους παρέστησε (αγγειογραφία του 5ου αι. π.Χ.: Schefold 55). Απέναντι στην τρυφερή θηλυκότητα της Σαπφώς στέκεται - δημιουργώ­ντας την αίσθηση μιας ζωηρής αντίθεσης - ο αντρίκιος, γεμάτος δύναμη αγωνιστικός χαρα­κτήρας του Αλκαίου.
ΟΛΟΙ έχουν ακουστά για τον λυρικό ποιητή Αλκαίο από τη Μυτιλήνη (Μυτιληναίος). Γεννήθηκε μεταξύ 630 και 620 π.Χ. στη Μυτιλήνη της Λέσβου. Οι χρονολογίες της ζωής του, για τις οποίες δεν έχουμε από που­θενά αλλού πληροφορίες, συνάγονται, λειψές όμως και αβέβαιες, μόνο από τα ποιήματά του. Ο Αλκαίος ήταν βαθιά μπλεγμένος στους κομματι­κούς αγώνες των αριστοκρατών της πατρίδας του: σε μια αψιμαχία με τους Αθηναίους στον Ελλήσποντο έχασε την ασπίδα του· ύστερα από μια απόπειρα δίχως αποτέλεσμα κατά του τυ­ράννου Μυρσίλου έπρεπε να πάει εξορία· τον θάνατο του τυράννου ο Αλκαίος τον χαιρέτισε με στί­χους πανηγυρικής αγαλλίασης (332 LP" τους στίχους του Αλκαίου τους χρησιμοποίησε αργότερα ο Οράτιος - ωδή Ι 37 - για τον θάνατο της Κλεο­πάτρας). Με τον Πιττακό, που πήρε στη συνέ­χεια την εξουσία, ο Αλκαίος φαινόταν να έχει φιλικές σχέσεις, ύστερα όμως από λίγο του επιτέθηκε άγρια και έπρεπε να ξαναπάει εξορία (Θράκη, Αίγυπτο;). Κατοπινότεροι στίχοι του μιλούν για μια επάνοδο του στην πατρίδα, κάτι που ίσως μας επιτρέπει να σκεφτούμε κάποια αμνηστεία· ένα ποίημα (50 LP) δείχνει τον ποιητή σε μεγα­λύτερη ηλικία, η χρονολογία όμως του θανάτου του είναι άγνωστη.
Η ζωή των αριστοκρατών

Το πλούσιο έργο του Αλκαίου περιλάμβανε ποιή­ματα που γράφτηκαν με τις πιο διαφορετικές αφορμές και είχαν το πιο ποικίλο περιεχόμενο, ήδη όμως η αρχαιότητα τα έβαλε σε κάποια τά­ξη: ύμνοι σε θεούς και ήρωες, καθώς και μυθο­λογικά θέματα, εκπροσωπούνται, στα αποσπά­σματα που έχουμε, μόνο σποραδικά· τραγούδη­σε τον Απόλλωνα, τους Διόσκουρους και τον Ερμή- από τις επικές μορφές έβαλε στην ποίηση του τον Αίαντα και την Ελένη. Tα λεγόμενα «στασιωτικά» του ποιήματα ήταν, κατά κανόνα, ποιήματα καθημερινής πολιτικής πραγματικό­τητας, που τραγουδιούνταν στις συντροφιές των ομοϊδεατών και άσκησαν μεγάλη επίδραση στα αττικά σκόλια: αγωνιστική διάθεση, μίσος και έχθρα, αγαλλίαση για τις νίκες, απελπισία για τις ήττες χαρακτηρίζουν αυτά τα τραγούδια, και μαζί προειδοποιήσεις μπροστά στον κίνδυνο από τους τυράννους και προσκλήσεις σε αγώνες για την ελευθερία. Εδώ ανήκει η ματιά στην αί­θουσα των όπλων (357 LP), αλλά και η πρό­σκληση σε πιοτό με την παρέα ενώ έξω λυσσο­μανάει ο χειμώνας (338" ο Οράτιος το μιμήθηκε στην ωδή Ι 9): τέτοια ποιήματα μας δίνουν μια ιδέα για τον τρόπο ζωής αυτών των αριστοκρα­τών. Από πλευράς περιεχομένου στενά δεμένα με αυτά είναι τα τραγούδια του πιοτού, που τρα­γουδιούνταν στα συμπόσια· μερικές φορές με ένα ελαφρά φιλοσοφικό χρώμα εκφράζουν αλή­θειες της ζωής με έναν τρόπο που θυμίζει γνωμι­κά. Από τα ερωτικά του τραγούδια δεν μας σώ­θηκε σχεδόν τίποτε· δεν έλειπαν, ωστόσο, από τον κύκλο των θεμάτων του. Μπροστά σε άμεσα βιωματική ποίηση φαίνεται πως βρισκόμαστε με το ποίημα 326· αρχαίες υποδείξεις και ποικι­λότροπη αργότερα μίμηση μπορούμε να θεωρή­σουμε ότι μας πρόσφεραν την απόδειξη ότι το ποίημα είχε αλληγορικό χαρακτήρα και ότι εν­νοούσε τη στιγμή ενός επαναστατικού ανατρε­πτικού κινήματος (χρησιμοποιήθηκε από τον Αισχύλο στους Επτά, από τον Σοφοκλή στην «Αντιγόνη», αργότερα από τον Οράτιο στην ωδή Ι 14)· η αλληγορία για το κράτος-πλοίο έγινε στο τέλος κοινό γλωσσικό κτήμα (J. Anouilh στην Αντιγόνη του). Μεγάλη εικονογραφική δύναμη έχει η συγκλονιστική περιγραφή της βασανιστι­κής κάψας του καλοκαιριού (347).

Η προσωπική σχέση Σαπφούς και Αλκαίου

Όπως η Σαπφώ, έγραψε και ο Αλκαίος σε αιολι­κή διάλεκτο· αυτό το δίδυμο αστέρι αποτελεί την κορυφαία στιγμή του ελληνικού λυρισμού. Για την προσωπική σχέση του Αλκαίου με τη Σαπφώ δεν είναι, βέβαια, τίποτε γνωστό, όμως ήδη η αρχαιότητα τους έβλεπε σαν ποιητικό ζευγάρι και έτσι τους παρέστησε (αγγειογραφία του 5ου αι. π.Χ.: Schefold 55). Απέναντι στην τρυφερή θηλυκότητα της Σαπφώς στέκεται - δημιουργώ­ντας την αίσθηση μιας ζωηρής αντίθεσης - ο αντρίκιος, γεμάτος δύναμη αγωνιστικός χαρα­κτήρας του Αλκαίου. Με την αμεσότητα και τη χρωμα­τική τους ποικιλία, με την εικονογραφική δύνα­μη των εκφράσεων τους και με την ψυχική τα­ραχή που αυτές προκαλούν, με το ταμπεραμέντο και με το πάθος τους τα ποιήματα αυτά συνε­παίρνουν τον αναγνώστη και τον μεταφέρουν πέρα από τις στιγμές του χρόνου στις οποίες αυ­τά αναφέρονται. Στους ύμνους του η γλώσσα του βρίσκει - με έναν τρόπο εντελώς φυσικό -γερό στήριγμα στη γλώσσα του έπους· κατά τα άλλα εμφανίζεται λιτή και δίχως εκφραστικό πάθος. Από την πλευρά της μορφής ο Α. χρησι­μοποίησε το πλούσιο απόθεμα σε αιολικά, με περισσή τέχνη κατασκευασμένα στροφικά τρα­γούδια (τετράστιχα- δάκτυλοι, ίαμβοι, χορίαμβοι, γλυκώνειοι)· με εξαιρετική τέχνη κατα­σκευασμένες στροφές πήραν το όνομα τους από το όνομα του, από το όνομα της Σαπφώς και από το όνομα του Ασκληπιάδη, είχαν όμως ήδη πάρει την οριστική τους μορφή στην εποχή του.
Tα ποιήματα του Αλκαίου ήταν πολύ δημοφιλή στους Αττικούς, όπως δείχνουν οι πολλαπλές επιδράσεις τους στα σκόλια· τραγικοί και κωμι­κοί ποιητές τον παραθέτουν ευκαιριακά. Τη με­γαλύτερη επίδραση την άσκησε στον Οράτιο, ο οποίος τον μιμήθηκε συχνά και σύγκρινε το «πιο γεμάτο σε δύναμη τραγούδι» του Αλκαίου με το τραγούδι της Σαπφώς (ωδή III 13).
Η γενική εκτίμηση είχε ως αποτέλεσμα να συμπεριληφθεί το όνομα του Αλκαίου στον Κανόνα των λυρικών ποιητών, που περιλάμβανε εννέα κλασικούς, στους οποίους οι αλεξανδρινοί λό­γιοι απέδιδαν ύψιστη τιμή. Ο Αριστοφάνης ο Βυζάντιος έκανε μια θεμελιώδη έκδοση των ποι­ημάτων του Αλκαίου σε 10 βιβλία· ακόμη και στον Ιο αι. μ.Χ. γράφονταν υπομνήματα στο έργο του. Το μαρτυρούν υπολείμματα τους σε ευρήματα μας από τον 2ο και 3ο αι. μ.Χ. στην Αίγυπτο. Ως εμάς έφτασαν μόνο αποσπάσματα, στα οποία προστέθηκαν, εντελώς πρόσφατα, πολυάριθμα παπυρικά ευρήματα.

Ποία η σχέση του Ηρόδοτου με τις περσικές επιγραφές;


 

Ποία η σχέση του Ηρόδοτου με τις περσικές επιγραφές;

«Είναι δεδομένο ότι ο Ηρόδοτος υπήρξε έντι­μος ιστορικός. Όταν δεν γνωρίζει κάτι, το πα­ραδέχεται και αυτό συμβαίνει με μεγάλη συ­χνότητα. Έτσι, δεν υπάρχει αμφιβολία για τις προθέσεις του. Οσάκις αντιμετωπίζει διαφο­ρετικές και αλληλοσυγκρουόμενες εκδοχές, συ­νήθως τις καταγράφει και παρέχει στον ανα­γνώστη τη δυνατότητα να επιλέξει. Πολλά από όσα καταγράφει αναφέρονται σε δημόσια γε­γονότα που οι σύγχρονοι του τα γνώριζαν ή τα θυμούνταν. Κατ' αναλογία, μπορούμε να υπο­θέσουμε ότι οι αναφορές του σε γεγονότα που οι σύγχρονοι του τα γνώριζαν -ή πίστευαν ότι τα γνώριζαν- είναι σχετικά ακριβείς. Σε όσες περιπτώσεις οι αναφορές αυτές ελέγχθηκαν σε αντιπαραβολή με ανεξάρτητες μαρτυρίες, ο Ηρό­δοτος αποδείχθηκε ως άρι­στη πηγή.»
ΟΠΟΙΟΣ διαβάσει το μνημειώδες έργο του Πανεπιστημίου του Καίμπριτζ:«Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας», σε κάποιο σημείο του έργου αυτού θα διαβάσουμε για τον Ηρόδοτο τα εξής:
« (…) Δυο πηγές έχουν μεγάλη σπουδαιότητα και γι' αυτές χρειάζονται μερικά σύντομα σχόλια: οι αρχαίες περσικές επιγραφές και ο Ηρόδο­τος. Πολλοί μεταχειρίζονται τις αρχαίες περ­σικές επιγραφές ως πρωτογενείς πηγές. Πράγ­ματι είναι, υπό την ευρεία έννοια του όρου. Ωστόσο, αυτές οι πηγές, εκ των οποίων το ση­μαντικότερο παράδειγμα είναι η επιγραφή του Δαρείου Α' στα αρχαία Βαγίστανα (σημερινό Μπεχιστούν), αναφέρονται σε μία ειδικά κα­τασκευασμένη ιστορία, την οποία οι συντάκτες της δημιούργησαν για να μεταβιβάσουν ένα ει­δικό μήνυμα και για ένα συγκεκριμένο σκοπό. Συνεπώς, αν θέλουμε να κυριολεκτήσουμε, απο­τελούν δευτερογενείς πηγές, όπως είναι και οι «Ιστορίαι του Ηροδότου». Στην επιγραφή του Δα­ρείου διαβάζουμε αυτό που ο Δαρείος επιθυ­μούσε να γνωρίζει ο λαός και αυτό που ήλπιζε ότι ο λαός θα πίστευε. Επειδή ήθελε να πλη­ροφορηθούν το μήνυμα του όλοι οι υπήκοοι του, φρόντισε ώστε η επιγραφή να μεταφρα­στεί σε πολλές γλώσσες και να σταλεί σε όλη την αυτοκρατορία - απόδειξη ότι η επιγραφή αποτελεί αυτοκρατορική προπαγάνδα, προ­παγάνδα, όμως, που περιέχει αρκετή δόση αλή­θειας, εφόσον πολλοί από εκείνους που τη διά­βασαν πρέπει να γνώριζαν τι πράγματι συνέβαινε. Άρα, δεν μπορούμε να πάρουμε τοις με­τρητοίς αυτά τα σημαντικά κείμενα. Η πραγματική τους αξία αποκαλύπτεται μόνο εφόσον τα με­λετούμε έχοντας υπόψη το σκοπό για τον οποίο γράφτηκαν και αξιολογούμε με μεγάλη προ­σοχή το περιεχόμενο τους, σε αντιδιαστολή -όπου είναι δυνατό- με άλλες μαρτυρίες που αναφέρονται στα ίδια γεγονότα.
Όσον αφορά τον Ηρόδοτο, πρέπει να ει­πωθεί ότι, χωρίς τα κείμενα του, θα γνωρίζαμε ελάχιστη αρχαία ιρανική ιστορία. Γι' αυτό, εί­ναι μερικές φορές δύσκολο να θυμόμαστε ότι και ο Ηρόδοτος πρέπει να χρησιμοποιείται με τη δέουσα προσοχή.
Είναι δεδομένο ότι ο Ηρόδοτος υπήρξε έντι­μος ιστορικός. Όταν δεν γνωρίζει κάτι, το πα­ραδέχεται και αυτό συμβαίνει με μεγάλη συ­χνότητα. Έτσι, δεν υπάρχει αμφιβολία για τις προθέσεις του. Οσάκις αντιμετωπίζει διαφο­ρετικές και αλληλοσυγκρουόμενες εκδοχές, συ­νήθως τις καταγράφει και παρέχει στον ανα­γνώστη τη δυνατότητα να επιλέξει. Πολλά από όσα καταγράφει αναφέρονται σε δημόσια γε­γονότα που οι σύγχρονοι του τα γνώριζαν ή τα θυμούνταν. Κατ' αναλογία, μπορούμε να υπο­θέσουμε ότι οι αναφορές του σε γεγονότα που οι σύγχρονοι του τα γνώριζαν -ή πίστευαν ότι τα γνώριζαν- είναι σχετικά ακριβείς. Σε όσες περιπτώσεις οι αναφορές αυτές ελέγχθηκαν σε αντιπαραβολή με ανεξάρτητες μαρτυρίες, ο Ηρό­δοτος αποδείχθηκε ως άρι­στη πηγή.
Από την άλλη πλευρά, ο Ηρόδοτος συνέλεξε τα στοιχεία του είτε ρωτώντας τους ανθρώπους τι θυμού­νταν από γεγονότα στα οποία είχαν συμμετάσχει, ή τα οποία γνώριζαν, είτε ταξιδεύοντας και παρατη­ρώντας ο ίδιος, και κατα­γράφοντας διάφορες εθνι­κές και φυλετικές παραδό­σεις. Κατά συνέπεια, πρέπει να αξιολογούμε τα κείμενα του Ηρο­δότου με τρεις διαφορετικούς βαθ­μούς εμπιστοσύνης.
Πρώτον, όταν το κείμενο περι­γράφει κάποιο γεγονός που πιθανόν ο Ηρόδοτος είδε (όπως ένα αιγυπτιακό μνημείο), ή έζησε ο ίδιος (όπως μία θρησκευτική γιορτή), δεν έχουμε ιδι­αίτερο λόγο να αμφιβάλλουμε.
Δεύτερον, όταν ο Ηρόδοτος πε­ριγράφει κάποιο γεγονός με βάση όσα του είπαν πραγματικοί μάρτυ­ρες του γεγονότος, επί παραδείγμα­τι όταν περιγράφει μία μάχη στην εκ­στρατεία του 480/479 π.Χ., πρέπει να αντι­μετωπίσουμε το κείμενο του με την ίδια δη­μιουργική αμφιβολία, την οποία αναπτύσσει οποιοσδήποτε καλός ιστορικός, όταν παίρνει συνέντευξη από έναν μάρτυρα που παρακο­λούθησε κάποιο σύνθετο γεγονός. Ιδιαίτερα, οσάκις ο τελευταίος παρέχει τη μαρτυρία του αρκετό καιρό μετά από τα συμβάντα, και έχει, αναπόφευκτα, μία συγκεκριμένη και περιορι­σμένη οπτική γι' αυτά.
Τρίτον, όταν ο Ηρόδοτος ασχολείται με πα­λαιότερα από τον ίδιο ιστορικά γεγονότα, για τα οποία δεν μπορούσε να βρει ζώντες μάρ­τυρες, πρέπει να αντιμετωπίζεται με μεγάλη προσοχή, εάν όχι με πλήρη αμφιβολία (επί πα­ραδείγματι, η εξιστόρηση του για τη δημιουρ­γία του κράτους των Μήδων ή τα πρώτα χρό­νια της ζωής του Κύρου του Μεγάλου). Τέλος, πρέπει πάντα να έχουμε υπόψη μας ένα ζήτη­μα που επηρεάζει το σύνολο του αξιομνημό­νευτου ιστορικού έργου του Ηροδότου: όσο αξιοσημείωτη και αν είναι η διάθεση του για αμεροληψία, ο Ηρόδοτος υπήρξε Έλληνας, με ελληνικά μάτια και αυτιά, ο οποίος έγραψε ιστορία με ελληνικό μυαλό, ελληνική καρδιά και κυρίως ελληνική οπτι­κή για τον κόσμο2.(…)»

Αναρτήθηκε: 04/09/14 22:50 sakketos