Κυριακή 16 Οκτωβρίου 2016

H σκεπτικιστική πρόκληση – είδη σκεπτικισμού



Οι φιλόσοφοι ξεκινούν συνήθως τις συζητήσεις τους στον χώρο της γνωσιολογίας με το ερώτημα αν η γνώση για τα πράγματα που δεχόμαστε πως υπάρχουν είναι δυνατή. Παρατηρούν πως η ικανότητα μας να συλλάβουμε με τον νου μας την πραγματικότητα υπόκειται σε σοβαρούς περιορισμούς.
Σκεπτικισμός
Φιλοσοφική τάση που καλλιεργεί την αμφιβολία για το κύρος της γνώσης. Οι σκεπτικιστές πιστεύουν πως τα όρια και οι δυνατότητες γνώσης είναι στενά.
●  Ο σκεπτικισμός έχει τις ρίζες του στη διδασκαλία των σοφιστών και ιδιαίτερα του Πρωταγόρα και του Γοργία.
●  Συστηματική όμως μορφή πήρε από τον Πύρρωνα τον Ηλείο που πίστευε ότι τα πράγματα γενικά δεν μπορούμε να τα γνωρίσουμε.
●  Άλλοι εκπρόσωποι του σκεπτικισμού στην Αρχαία Ελλάδα είναι: ο Αρκεσίλαος, ο Καρνεάδης, ο Σέξτος ο Εμπειρικός.
●  Ο σκεπτικισμός χαρακτηρίζει και μερικούς από τους σύγχρονους φιλόσοφους, όπως τον Βολταίρο, τον Χιουμ, το Φρανς κ.ά.1

Οι αισθήσεις μας συχνά μας εξαπατούν, όπως, για παράδειγμα, όταν ένα σχήμα μάς φαίνεται διαφορετικό από μεγάλη απόσταση ή κάτω από ορισμένες συνθήκες φωτισμού. Σε κάποιες περιπτώσεις κάνουμε λάθος στους συλλογισμούς μας και προβληματιζόμαστε για τους κανόνες που διέπουν τη σκέψη μας, ενώ άλλοτε εκφράζουμε διαφορετικές απόψεις για πολλά σημαντικά ζητήματα και δεν μπορούμε να καταλήξουμε σε συμφωνία.
Έτσι, ορισμένοι φιλόσοφοι εκφράζουν αμφιβολίες για το αν μπορούμε ποτέ να είμαστε βέβαιοι ότι γνωρίζουμε πραγματικά πώς είναι ο κόσμος που μας περιβάλλει και ότι δεν παρασυρόμαστε να σχηματίσουμε κάποια ψευδή αντίληψη γι* αυτόν από το πώς μας φαίνεται να είναι.
Υποστηρίζουν ότι δε διαθέτουμε ασφαλή κριτήρια για να αποφασίσουμε αν και πότε γνωρίζουμε κάτι στ’ αλήθεια, δεν μπορούμε, με άλλα λόγια, να κρίνουμε ποιες εντυπο5σεις και ποιες κρίσεις μας θα έπρεπε τελικά να εμπιστευόμαστε. Τους φιλοσόφους αυτούς τους ονομάζουμε σκεπτικούς ή σκεπτικιστές και τη στάση τους απέναντι στη γνώση σκεπτικισμό. H στάση αυτή παίρνει διαφορετικές μορφές και οδηγεί σε μια ποικιλία τοποθετήσεων από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα.
Παράλληλα όμως αναπτύσσονται και πολλές διαφορετικές προσπάθειες για την αντιμετώπιση της.
3Χαρακτηριστικές μορφές σκεπτικισμού
1. Αμφισβήτηση της δυνατότητας γνώσης και επιδίωξη της αταραξίας (αρχαίος σκεπτικισμός)
Στην αρχαιότητα σκεπτικιστικές αμφιβολίες για τη γνώση είχαν αντιμετωπιστεί ήδη από την εποχή των προσωκρατικών, των σοφιστών και του ίδιου του Σωκράτη. Ωστόσο ο σκεπτικισμός, ως συστηματική φιλοσοφική στάση, εκφράστηκε κυρίως από τους «πυρρώνειους» σκεπτικούς – δηλαδή από τους οπαδούς του Πύρρωνα από την Ηλεία (3ος αιώνας 61 π.Χ.) – και είχε πρακτικό χαρακτήρα. Απέβλεπε στην επίτευξη της αταραξίας, της ψυχικής γαλήνης που θα μπορούσε να νιώσει κανείς, εφόσον δεχτεί ότι η γνώση την οποία αναζητούν οι επιστημονικές και φιλοσοφικές θεωρίες είναι ανέφικτη.
O σκεπτικός επιχειρεί να δείξει ότι για κάθε θέμα υπάρχουν δύο αντίθετες αλλά ισοδύναμες απόψεις και ότι, σε τελευταία ανάλυση, δεν μπορούμε να αποφασίσουμε ποια να προτιμήσουμε. Γι’ αυτόν τον λόγο οφείλουμε να «επέχουμε» απέναντι σε κάθε θεωρητική πεποίθηση που υποτίθεται ότι μας μιλάει για τη φύση της πραγματικότητας πέρα από τα φαινόμενα που παρουσιάζονται στις αισθήσεις μας, οφείλουμε δηλαδή να μην παίρνουμε θέση, να τηρούμε στάση ουδετερότητας απέναντι σε τέτοιες πεποιθήσεις.
Τα επιχειρήματα τα οποία χρησιμοποιούν οι αρχαίοι σκεπτικοί και τα οποία αποκαλούν «τρόπους», όπως διατυπώθηκαν από τον Αινησίδημο (1ος αιώνας μ.Χ.) και τον Αγρίππα και μας παραδόθηκαν από τον Σέξτο Εμπειρικό (1ος-2ος αιώνας μ.Χ.), συνοψίζουν μια σειρά από τέτοιες ισοδύναμες απόψεις, ανάμεσα στις οποίες φαίνεται να μην μπορούμε να επιλέξουμε.
Σ’’ αυτές περιλαμβάνονται, για παράδειγμα, περιπτώσεις κατά τις οποίες το ίδιο πρόσωπο έχει διαφορετικές εντυπώσεις για το ίδιο πράγμα ανάλογα με τη συναισθηματική κατάσταση στην οποία βρίσκεται (χαρούμενο ή λυπημένο)· η απόσταση από την οποία παρατηρούμε ένα φαινόμενο επηρεάζει τη ζωηρότητα και την ευκρίνεια σύλληψης των αντικειμένων που μας παρουσιάζονται (π.χ. δεν μπορούμε να υπολογίσουμε σωστά το μέγεθος των ουράνιων σωμάτων που βρίσκονται σε μεγάλη απόσταση)· οι άνθρωποι που ανήκουν σε διαφορετικές κοινωνίες έχουν συχνά αντίθετες πεποιθήσεις και ασύμβατα μεταξύ τους ήθη και έθιμα.
Ορισμένοι από τους αρχαίους σκεπτικούς, όπως ο Καρνεάδης, τους οποίους αποκαλούμε ακαδημαϊκούς, γιατί δίδαξαν στην Ακαδημία που είχε ιδρύσει ο Πλάτων, υποστήριξαν τη μετριοπαθέστερη άποψη ότι μπορούμε να δεχτούμε μόνο πως οι πεποιθήσεις μας έχουν κάποιον βαθμό πιθανότητας να είναι αληθείς και δε μας παρέχουν καμιά βεβαιότητα.
2. Ο σκεπτικισμός του Ντεκάρτ – μια ακραία μεθοδολογική αμφιβολία: υπάρχει κάτι για το οποίο δεν μπορώ να αμφιβάλλω;
O Γάλλος φιλόσοφος Ρενέ Ντεκάρτ ή Καρτέσιος (17ος αιώνας) αναφέρεται συχνά ως εκείνος που συνέλαβε την πιο ακραία μορφή σκεπτικισμού. Ζώντας σε μια εποχή ραγδαίας ανάπτυξης της επιστήμης, αλλά και έντονων θρησκευτικών ερίδων μεταξύ καθολικών και προτεσταντών, ο Ντεκάρτ θεώρησε αναγκαίο να αναζητήσει στέρεα θεμέλια για τη γνώση.
Έτσι, γενικεύοντας τη διαπίστωση   ότι  συχνά  μας εξαπατούν  οι  αισθήσεις μας,  διατύπωσε  κάποιες υπερβολικές σκεπτικιστικές υποθέσεις, προκειμένου να εξετάσει αν υπάρχουν βέβαιες πεποιθήσεις που θα μείνουν απρόσβλητες ακόμη και από αυτές. Παρατηρώντας ότι, όταν ονειρευόμαστε, δεν καταλαβαίνουμε  πολλές φορές ότι ονειρευόμαστε και το συνειδητοποιούμε     μόνον  αργότερα, αφού πια έχουμε ξυπνήσει, ο Καρτέσιος υποστήριξε ότι δεν μπορούμε να ξεχωρίσουμε με βεβαιότητα την κατάσταση του ονείρου από εκείνη της εμπειρίας μας, όταν είμαστε ξύπνιοι.
Αναρωτήθηκε επίσης αν μπορούμε να δεχτούμε με ασφάλεια ακόμη και λογικές και μαθηματικές αλήθειες – όπως, για παράδειγμα, ότι ένα τετράγωνο έχει τέσσερις πλευρές και ότι το άθροισμα του δύο και του τρία είναι πέντε – που φαίνεται να μην αλλάζουν ακόμη και όταν κοιμόμαστε, υποθέτοντας ότι αυτές οι αλήθειες θα μπορούσαν να μην ισχύουν στην πραγματικότητα, αλλά κάποιος «μοχθηρός δαίμονας» να μας κάνει να τις πιστεύουμε.
H υπόθεση μάλιστα αυτή του «μοχθηρού δαίμονα» έχει αναβιώσει σας μέρες μας σε μυθιστορήματα επιστημονικής φαντασίας, στα οποία τον ρόλο του πανούργου και πανίσχυρου δαίμονα παίζει τώρα κάποιος τρελός επιστήμονας που μας εξαπατά, χωρίς να το γνωρίζουμε, αφού, για παράδειγμα, συντηρεί τον εγκέφαλο μας -χωριστά από το υπόλοιπο σώμα μας- μέσα σε ένα δοχείο στο εργαστήριο του, όπου με ηλεκτρόδια μας παρέχει τις (λανθασμένες) πληροφορίες τις οποίες θέλει να μας κάνει να πιστέψουμε.
Ωστόσο, όπως επισήμανε ο Ντεκάρτ, μπορεί να είναι κανείς βέβαιος για ένα πράγμα: ότι τη στιγμή που αμφιβάλλει για την αλήθεια οποιασδήποτε πεποίθησης, αφού    μπορεί να ονειρεύεται ή και να τον εξαπατά κάποιος «κακός δαίμονας», πρέπει να υπάρχει ο ίδιος για να αμφιβάλλει, να ονειρεύεται ή να εξαπατάται. Όλες αυτές είναι μορφές σκέψης και το υποκείμενο, καθώς σκέφτεται, κατανοεί ότι πρέπει να υπάρχει, για να μπορεί να σκέφτεται. Αυτό είναι το νόημα του περίφημου επιχειρήματος του Ντεκάρτ :  «σκέφτομαι, [άρα] υπάρχω» (“cogito, ergo sum”).
2O Ντεκάρτ, όμως ,πίστευε εσφαλμένα ότι το επιχείρημα του επέτρεπε στο υποκείμενο της σκέψης να γνωρίζει με σιγουριά όχι μόνο ότι υπάρχει τη στιγμή που σκέφτεται, αλλά και ότι αποτελεί μια άυλη, σταθερή οντότητα, μια ψυχή, η οποία είναι τελείως ξεχωριστή από το ανθρώπινο σώμα και μπορεί να υφίσταται ανεξάρτητα από αυτό.
Στη συνέχεια, για να πάψει να αμφιβάλλει και για την ύπαρξη του σώματος του και όλων των υλικών αντικειμένων του εξωτερικού κόσμου, ο Ντεκάρτ προσπάθησε να αποδείξει την ύπαρξη του Θεού.
Τα κυριότερα επιχειρήματα τα οποία αναπτύσσει γι’ το θέμα της ύπαρξης του Θεού είναι τα εξής:
α) Εμείς οι άνθρωποι, ως όντα ατελή, δε θα μπορούσαμε να είμαστε η αιτία της ίδιας της ιδέας της τελειότητας που υπάρχει στον νου μας και που πρέπει να αποδώσουμε στο υπέρτατο ον. Κατ’ ανάγκην λοιπόν η αιτία αυτή υπάρχει ανεξάρτητα από τον ανθρώπινο νου – μόνο η «πραγματικότητα» του «τέλειου θεού» που έχει ο άνθρωπος,
β) Όπως είχε υποστηρίξει και ο Άγιος Άνσελμος του Καντέρμπουρυ, και μόνο με το να συλλάβουμε με το νου μας κάποιο τέλειο ον θα καταλάβουμε ότι αυτό πρέπει να υπάρχει, γιατί αναγκαστικά η τελειότητα κρύβει μέσα της ύπαρξη (εφόσον η ανυπαρξία είναι ένα είδος ατέλειας).
Αν οι συγκεκριμένες προσπάθειες απόδειξης της ύπαρξης του Θεού είναι επιτυχημένες, ο μεθοδολογικός και προσωρινός σκεπτικισμός του Ντεκάρτ έχει κατανικηθεί. O πανάγαθος και παντοδύναμος δημιουργός αποτελεί εγγύηση πως οι σαφείς και ευκρινείς ιδέες μας για τη φύση της πραγματικότητας δε μας παραπλανούν.
Ωστόσο, οι περισσότεροι φιλόσοφοι δεν πείθονται από τα παραπάνω επιχειρήματα. Όσον αφορά την προτεινόμενη από τον Ντεκάρτ εξήγηση για την προέλευση της ιδέας της τελειότητας που υπάρχει στον νου μας, οι μεταγενέστεροι φιλόσοφοι παρατηρούν πως μπορεί να έχουμε σχηματίσει με τη σκέψη μας, χωρίς να χρειάζεται να υπάρχει Θεός που να την έχει βάλει εκεί. Επισημαίνουν ακόμη ότι η ύπαρξη είναι κάτι διαφορετικό από τις έννοιες μας και δεν μπορούμε να τη συμπεράνουμε από μια ιδέα που φανταζόμαστε, ακόμη κι αν αυτή είναι η ιδέα ενός απόλυτα τέλειοι» όντος.
Έτσι, οι υπερβολικές σκεπτικιστικές αμφιβολίες τις οποίες επινόησε ο Ντεκάρτ, προκειμένου να οδηγηθεί σε ακλόνητες αλήθειες που θα θεμελίωναν τη γνώση στο σύνολο της, παραμένουν αναπάντητες:
●  Υπάρχουν άραγε άλλα υλικά αντικείμενα και πρόσωπα πέρα από τον νου του υποκειμένου που γνωρίζει πως υπάρχει εφόσον σκέφτεται;
●  Πώς μπορεί κάποιος να σιγουρευτεί ότι οι πεποιθήσεις του για τον κόσμο δεν είναι απλώς προϊόντα ονείρου ή παραίσθησης;
● Πώς μπορεί να είναι βέβαιος ότι οι άνθρωποι, των οποίων βλέπει μόνο τα σώματα, έχουν εσωτερικές εμπειρίες και αισθήματα ίδια με τα δικά του;
O σκεπτικισμός του Χιούμ
Μια διαφορετική προσέγγιση του προβλήματος της δυνατότητας της γνώσης, η οποία οδηγεί στη ριζική αμφισβήτηση της, απαντά στο έργο του Σκωτσέζου φιλοσόφου Ντέιβιντ Χιουμ (18ος αιώνας).
Σύμφωνα με τον Χιουμ, η γνώση μας για τον κόσμο προέρχεται αποκλειστικά από τις αισθήσεις μας. Τα βασικά στοιχεία αυτής της γνώσης είναι τα δεδομένα των αισθήσεων, όπως η εντύπωση ενός χρώματος, ενός ήχου, μιας μυρωδιάς. Το πρόβλημα είναι ότι από αυτές τις επιμέρους, ατομικές παραστάσεις στον νου μας δεν μπορούμε να συμπεράνουμε με σιγουριά πως υπάρχουν συνεχή και συμπαγή υλικά αντικείμενα που τις προκαλούν.
Επιπλέον, αν εξετάσουμε προσεκτικά το εσωτερικό της πνευματικής μας δραστηριότητας, που μοιάζει με ένα «θέατρο» χωριστών παραστάσεων, δε θα βρούμε κάποια ενιαία ψυχή, όπως πίστευε ο Ντεκάρτ.
Σε κάθε περίπτωση, η παρατήρηση της κανονικής διαδοχής των φαινομένων μέσα στον χρόνο δε μας φανερώνει κάποια αιτία η οποία συνδέει αυτά τα φαινόμενα, ούτε κάποιον φυσικό νόμο που ρυθμίζει αυτή τη διαδοχή – και θα συνεχίσει αναγκαστικά να τη ρυθμίζει και στο μέλλον.
Έτσι, δεν είναι λογικά αδύνατον να πάψει η γη να έλκει τα σώματα που βρίσκονται στην επιφάνεια της και ο ήλιος να μην ανατείλει το επόμενο πρωί, όπως συνέβαινε μέχρι σήμερα.
O Χιουμ υποστηρίζει ότι οι σκεπτικιστικές αμφιβολίες για τη δυνατότητα μας να συλλάβουμε κάποια σταθερή υφή της πραγματικότητας, πίσω από το χάος των εντυπώσεων που μας παρέχουν οι αισθήσεις και στις οποίες στηρίζονται αποκλειστικά οι ιδέες που σχηματίζουμε για το τι υπάρχει, δεν πρέπει να μας οδηγήσουν σε αδιέξοδο όσον αφορά τις πρακτικές μας ασχολίες.
Πιστεύει ότι τελικά είναι αναπόφευκτο να εμπιστευθούμε τις προδιαθέσεις με τις οποίες μας έχει προικίσει η φύση. Στην πράξη, είμαστε υποχρεωμένοι να ζήσουμε προβάλλοντας στον κόσμο γύρω μας την ενότητα και την ομοιομορφία που δεχόμαστε πως έχει, βασισμένοι στα ένστικτα και στις συνήθειες μας και όχι σε κάποια λογικά ασφαλή γνώση. Ωστόσο, για ορισμένους από τους σημαντικότερους επικριτές του Χιουμ, όπως ο Καντ, η λύση την οποία υιοθετεί ισοδυναμεί με πλήρη παραίτηση του ορθού λόγου από τους γνωστικούς του στόχους και δεν μπορεί να θεωρηθεί ικανοποιητική.
Στρατηγικές αντιμετώπισης του σκεπτικισμού
Στις διάφορες μορφές σκεπτικισμού οι φιλόσοφοι έχουν αντιδράσει με ποικίλους τρόπους. Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για διαφορετικές στρατηγικές αντιμετώπισης αυτών των μορφών, δηλαδή για την επεξεργασία συνδυασμών επιχειρημάτων που προσπαθούν να τις αντικρούσουν συνολικά. Εδώ δεν μπορούμε να ασχοληθούμε διεξοδικά με αυτά τα επιχειρήματα.
Αξίζει όμως να αναφέρουμε ανάμεσα σ’ αυτά την επίκληση του κοινού νου, την υπεράσπιση της άποψης πως ο σκεπτικισμός μπορεί να ξεπεραστεί, εφόσον το ανθρώπινο πνεύμα προοδεύσει και »ωριμάσει» μέσα από την ιστορική του εξέλιξη.
H πειστικότερη ίσως πρακτική αντίρρηση για τις πιο ακραίες μορφές σκεπτικισμού είναι πως αυτός αναζητεί υπερβολικά και άχρηστα κριτήρια βεβαιότητας για τους γνωστικούς μας ισχυρισμούς. H κίνηση αυτή είναι μια τακτική υποχώρηση σε ένα ασφαλές έδαφος, όπου μπορούμε να διαφυλάξουμε τις περισσότερες γνώσεις μας, δηλαδή να θεωρήσουμε ότι είναι δυνατόν να γνωρίζουμε ό,τι μας είναι χρήσιμο να γνωρίζουμε.
Και είναι σαφές ότι δεν υπάρχει δυνατότητα χρήσιμης γνώσης κατά τη διάρκεια εμπλοκής μας σε φανταστικές καταστάσεις πλήρους αδυναμίας σωστής σύνδεσης της σκέψης μας με την πραγματικότητα, όπως είναι αυτή του ονείρου, από το οποίο δεν μπορούμε να βγούμε, ή όπως αυτή κατά την οποία μας εξαπατά ο «μοχθηρός δαίμονας» της υπόθεσης του Ντεκάρτ ή ένας «τρελός επιστήμονας».

Για ποιον πόλεμο μιλούσε ο Ηράκλειτος;


 

Για ποιον πόλεμο μιλούσε ο Ηράκλειτος;

Επειδή αύριο στο «Γιουρογκρούπ» θα διεξαχθεί «η μάχη των μαχών» σε ένα «πόλεμο» που διαρκεί από τις 25 Ιανουαρίου 2015, ημέρα κατά την οποίαν ο ελληνικός λαός έδωσε νέα εντολή στο ποιος θα κυβερνήσει τη χώρα, για να διαπραγματευθεί με τους εταίρους και δανειστές μας μια νέα και έντιμη συμφωνία, είναι μια ευκαιρία να καταθέσουμε ορισμένες απόψεις και για έναν άλλο «πόλεμο» για τον οποίον μιλούσε ο αρχαίος μας πρόγονος Ηράκλειτος ο οποίος, κατά την ταπεινή μας άποψη, παρερμηνεύθηκε από ορισμένους σημερινούς ανθρώπους!..
ΠΡΩΤΑ-πρώτα ας δούμε με λίγα λόγια ποιος ήταν Ηράκλειτος (6ος-5ος αι. π.Χ.), ο οποίος, όπως όλοι γνωρίζουν, ήταν ένας αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος και καταγόταν από την Έφεσο. Ονομάστηκε «σκοτεινός» για το δύσκολο ύφος του και «κλαίων» για το χαρακτήρα του.
Οι αρχαίες πηγές πληροφορούν πως η γενιά του Ηράκλειτου καταγόταν από τον Κόδρο, το βασιλιά της Αθήνας, του οποίου ο γιος Άνδροκλος ίδρυσε την Έφεσο. Για το λόγο αυτόν οι απόγονοι του Άνδροκλου ονομάζονταν βασιλιάδες και τους τιμούσαν ιδιαίτερα στην Έφεσο. Ο Ηράκλειτος παραχώρησε όλα τα δικαιώματα από την αριστοκρατική καταγωγή του στον αδελφό του και δεν ασχολήθηκε ποτέ με την πολιτική. Αποσύρθηκε στο ναό της Άρτεμης και άρχισε να συγγράφει. Τους συμπολίτες του τους βοηθούσε με τη διδασκαλία και το παράδειγμά του. Ο Διογένης Λαέρτιος διηγείται πως «μισανθρωπήσας... εν τοις όρεσι διητάτο, πόας σιτούμενος και βοτάνας», γεγονός που δείχνει την αδυναμία του να συμπολιτευτεί με το δήμο. Σύμφωνα με την ίδια πηγή πέθανε 60 χρονών. Έγραψε σύγγραμμα που επιγραφόταν πιθανόν «Περί φύσεως», από το οποίο σώθηκαν αποσπάσματα.
Ο Ηράκλειτος θεωρεί ως πρώτη ουσία του κόσμου τη φωτιά, αντίθετα από το Θαλή που θεωρεί το νερό και τον Αναξιμένη που θεωρεί τον αέρα. Ο κόσμος, λέει, είναι ένας στην ολότητά του, δε δημιουργήθηκε από κανένα θεό ή άνθρωπο, αλλά ήταν, είναι και θα είναι αιώνια, μια ζωντανή φωτιά που ανάβει και σβήνει σύμφωνα με ορισμένους νόμους.
Η φιλοσοφία του Ηράκλειτου κυριαρχείται από τη μεταφυσική σκέψη πως δεν υπάρχει καμιά ηρεμία και καμιά σταθερότητα, αλλά μια διαρκής ροή, μια αιώνια κίνηση, που δεν είναι μόνο μια απλή μετακίνηση αλλά μια εσωτερική αλλαγή. Κάθε σταθερότητα και ακινησία είναι απάτη των αισθήσεων: «Πάντα ρει». Η πραγματικότητα μοιάζει μ’ ένα ποτάμι που ρέει ασταμάτητα. Στο ίδιο νερό του δεν μπορούμε να μπούμε για δεύτερη φορά. Σ’ αυτή τη γενική ροή εξαφανίζονται και τα σταθερά όρια μεταξύ των αντιθέτων. Ημέρα και νύχτα, ζωντανό και νεκρό, ξύπνιο ή κοιμισμένο, νέο και γέρικο, είναι το ίδιο πράγμα. Το κύριο, το μόνο μόνιμο είναι αυτή ακριβώς η μεταβολή. Ο κόσμος είναι μια αρμονική σύνθεση των αντιθέτων, του όντος και του μη όντος. (Βλέπε και Εγκυκλοπαίδεια «Μαλλιάρης-παιδεία»_.
Επιτρέψατέ μου στο σημείο αυτό να θυμίσουμε μία αρχαία ρήση που αποδίδεται στον Ηράκλειτο και η οποία αναφέρει το εξής: «Πόλεμος πάντων μεν πατήρ εστί, πάντων δε βασιλεύς. Και τους μεν θεούς έδειξε, τους δε ανθρώπους, τους μεν δούλους εποίησε, τους δε ελευθέρους.»

Εκ πρώτης όψεως το κείμενο δείχνει ότι ο Ηράκλειτος μιλάει για τον γνωστό πόλεμο που γνωρίζουμε. Τον πόλεμο με τα όπλα. Εάν όμως προσέξουμε περισσότερο το κείμενο θα δούμε ότι ο «σκοτεινός» φιλόσοφος δεν μιλάει ξεκάθαρα για τον αιματηρό πόλεμο, αλλά για τον όποιο «πόλεμο» κάνει ο άνθρωπος προς επιβίωση. Κι αυτού του είδους οι πόλεμοι είναι πάρα πολλοί είτε στον κοινωνικό, είτε στον πολιτικό, είτε στον επιστημονικό, είτε στον οικονομικό χώρο και όπου αλλού.
Ακόμη και σήμερα, όταν βλέπουμε κάποιον ν’ ασχολείται με κάτι, τον ρωτάμε: «Με τι πολεμάς σήμερα;», πράγμα που σημαίνει ότι οι σημερινοί άνθρωποι βλέπουν τον πόλεμο το Ηράκλειτου σαν μία μάχη για επιβίωση του ανθρώπου και όχι αναγκαστικά με μία ένοπλη ρήξη προκειμένου ο ένας να κυριαρχήσει επί του άλλου.
Κι επειδή ορισμένοι θεοποιούν τον πόλεμο, θα θυμίσουμε ότι οι ίδιοι οι αρχαίοι Έλληνες διοργάνωναν τους Ολυμπιακούς Αγώνες για να σταματούν έστω και για λίγες ημέρες οι πόλεμοι, προκειμένου να επικρατήσει η ειρήνη, την οποία κι αυτή είχαν θεοποιήσει!
Μη λησμονούμε ότι η Ειρήνη ήταν προσωποποίηση της ειρηνικής κατάστασης των πραγμάτων, θυγατέρα του Δία και της Θέμιδας, θεάς της δικαιοσύνης και αδελφή της Ευνομίας και της Δίκης. Οι Αρχαίοι Έλληνες πολύ συχνά ίδρυαν βωμούς προς αυτήν μετά το πέρας των εχθροπραξιών. Γνωστά της επίθετα ήταν τα «Γλυκεία», «Βαθύπλουτος», «Πλουτοδότειρα», κ.α.
Η αντίστοιχη θεά για τους Ρωμαίους ήταν η Παξ (Pax), η λατινική εκδοχή της. Πολύ γνωστό γλυπτό είναι αυτό του Κηφισόδοτου, πατέρα του Πραξιτέλη των αρχών του 4ου αιώνα π.Χ. που αναπαριστά την Ειρήνη να κρατά στην αγκαλιά της τον Πλούτο.
Για το πότε οι αρχαίοι Έλληνες άρχισαν να λατρεύουν την Ειρήνη ως θεά, υπάρχουν δύο γνώμες: Ο Πλούταρχος αναφέρει στον «Βίο του Κίμωνος» ότι οι Αθηναίοι έστησαν για πρώτη φορά βωμό της θεάς έπειτα από τη νίκη τους στον Ευρυμέδοντα ποταμό. Οι Ισοκράτης και Κορνήλιος Νέπως γράφουν ότι ο βωμός της Ειρήνης στήθηκε για πρώτη φορά ύστερα από τη νίκη του Τιμοθέου κατά των Λακεδαιμονίων κοντά στη Λευκάδα. (Βλέπε και Βικιπαίδεια).
Με σεβασμό και τιμή
ΑΓΓΕΛΟΣ ΠΑΝ. ΣΑΚΚΕΤΟΣ
Τετάρτη, 17 Ιουνίου 2014

ΟΙ ΕΝΝΟΙΕΣ ΤΟΥ ΘΕΙΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΣΤΟΥΣ ΗΡΑΚΛΕΙΤΟ & ΠΑΡΜΕΝΙΔΗ

4. ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΓΙΓΝΕΣΘΑΙ

4.1. Κοινά σημεία και διαφορές Ηράκλειτου - Παρμενίδη

Ο Ηράκλειτος και ο Παρμενίδης ανήκουν στην ίδια κρίσιμη στιγμή της ελληνικής φιλοσοφίας και είναι φυσικό να υπάρχουν ομοιότητες μεταξύ τους. Έχει υποστηριχθεί πως η Ελεατική σχολή ήταν περισσότερο από βαθιά εμποτισμένη από την ηρακλειτική σκέψη και πως η προσπάθεια να βρεθούν αντιθέσεις του Παρμενίδη προς τον Ηράκλειτο, είναι μάλλον αποτυχημένη.[1] Και οι δύο διακατέχονταν από τη φροντίδα της ρωμαλεότητας στην έκφραση εξ’ άλλου και έχει ειπωθεί ότι εφόσον ο Ηράκλειτος ενδιαφέρεται, αντίθετα από τους παλιότερους, πάρα πολύ για τα ανθρώπινα, και ιδιαίτερα τα γνωσιολογικά φαινόμενα (είναι ο πρώτος που λέει: εδιζησάμην εμαυτόν), φαίνεται να υπάρχει μέσα σ’ αυτόν η κατεύθυνση της σκέψης που επικρατεί και στον Παρμενίδη.[2]
Οι Έλληνες απ’ την ανατολή της φιλοσοφικής τους σκέψης, κοσμοθεωρητικά και θεολογικά υπήρξαν Ενιστές (Μονιστές). Ο Ηράκλειτος έλεγε: εκ πάντων ἕν καί εξ νός πάντα.[3] Όσο για το Όν του Παρμενίδη: «…στη σύλληψή του γενικά σαν έννοια υπερβατικής αρχής, έχει ρίζες στη γενικότερη μυστικιστική, θεοκρατική και δαιμονοκρατική, μοναρχική και απολυταρχική, όπως και στη μονιστική παράδοση˙ ακόμα στον αντιμυθικό και αντιλατρευτικό θεό του Ξενοφάνη και στο σοφόν του Ηράκλειτου, που είναι υπερεμπειρικά, όχι όμως ακόμα και υπερβατικά, πάντων κεχωρισμένον».[4] Όπως επιβεβαιώνει και ο Schrödinger, o Εφέσιος αντιλαμβανόταν πίσω από τον λαμπρό παροδικό κόσμο των φαινομένων, -το Αμετάβλητο, το Διαρκές, Εκείνο που διαφεύγει κάθε γήινη ένταση, στο οποίο έδωσε το όνομα “Λόγος”. Επομένως αν και ο Ηράκλειτος πίστευε στην αλλαγή, παραδεχόταν κάτι το αιώνιο. Η αντίληψη της αιωνιότητας που προέρχεται από τον Παρμενίδη δεν υπάρχει μεν στον Ηράκλειτο, εν τούτοις, το κεντρικό πυρ στη φιλοσοφία του δε σβήνει ποτέ. Ταυτίζοντας την νοηματική αρχή, τον Λόγο με τη φωτιά, ταυτίζει ουσιαστικά το πνεύμα με την ύλη, όπως και ο Παρμενίδης, μπορεί να υποστηρίξει κανείς, ταυτίζοντας το Νοείν με το Είναι και το αμετάβλητο Όν, δηλαδή τη θεϊκή βασική ουσία με τη φωτιά –εφ’ όσον στο ζεστό δίνει τον ρόλο του υπάρχοντος, του Όντος και στο ψυχρό εκείνον του μη-Όντος-, ταυτίζει και αυτός, σε τελευταία ανάλυση, το πνεύμα με την ύλη˙ για το λόγο αυτό διακρίνουν ορισμένοι ερευνητές σε αμφότερους τους φιλοσόφους πανθεϊστικές τάσεις.[5] Έτσι έχουν διατυπωθεί για τους δύο κορυφαίους Προσωκρατικούς οι εξής επιστημονικές απόψεις σε μια προσπάθεια σύγκλισης ή, τουλάχιστον, προσέγγισης του ενός στον άλλο: «Το εν το σοφόν, όπου (ο Ηράκλειτος) γυρεύει και βρίσκει τον εαυτό του, είναι στο βάθος ταυτόσημο με το εόν του Παρμενίδη, που εμπεριέχει τα “απόλυτα” έστιν και νοειν: κανένας τους δεν το “ξέρει” όμως, κι αν ο Παρμενίδης δεν αναφέρει ονομαστικά κανένα, μήτε ο Ηράκλειτος αναφέρει πουθενά τον Παρμενίδη».[6] Ακόμη, ο Παρμενίδης πιστεύει ότι το πάν είναι πλήρες από φως και νύχτα, «όλα τα φυσικά πράγματα συνίστανται από συνδυασμό αυτών των αντιθέτων, ενώ συμβαίνει ένα από αυτά τα δύο να κυριαρχεί κάθε φορά πάνω στο άλλο. Η ηρακλείτεια αρχή λοιπόν της συνύπαρξης αντιθέτων ζευγών φαίνεται να ισχύει και στη διδασκαλία του Παρμενίδη».[7] «Είναι ανάγκη να σημειώσουμε επιπλέον ότι ο Παρμενίδης υπαγορεύει δύο δρόμους έρευνας και…ο δεύτερος απ’ αυτούς τους δρόμους που κατηγορηματικά αποδίδονται στους “θνητούς”, πρέπει να είναι το σύστημα του Ηράκλειτου».[8]
Και οι δύο θεοποιούν αξιολογικά τον Λόγο, υποτιμώντας τις αισθήσεις και το σώμα[9], και στους δύο συναντάμε την έννοια της καθολικής δικαιοσύνης, η οποία επαγρυπνεί, ώστε να συντελείται κανονικά η εναλλαγή ημέρας και νύχτας (αρχέτυπη εικόνα κάθε τάξης). Η εναλλαγή αυτή συντελείται μέσα σε σταθερά όρια, που η παραβίασή τους συνιστά αδικία με την πιο αυστηρή έννοια.[10] Σχετικά με τις αισθήσεις, για πρώτη φορά στον Παρμενίδη προβάλλεται το μοντέλο της όρασης σαν ένα προνομιακό γνωσιολογικό μοντέλο. Τα μάτια είναι το όργανο όπου το φως κατέχει μεγάλη υπεροχή απέναντι στη νύχτα και μ’ αυτό το νόημα βρίσκεται πιο κοντά απ’ όλα τα άλλα στη νοητική γνώση. Αναφορά στην όραση γίνεται από τον Παρμενίδη και στην προσπάθειά του να αντιπαραβάλλει την ενότητα του Όντος με την ενότητα του κόσμου των πολλαπλών όντων, προβάλλοντας σαν σύνδεσμο ανάμεσά τους τον νου που έχει την ικανότητα να θεωρεί την ενότητα 4: λευσσε δ’ μως απεόντα νόω παρεόντα βεβαίως (=παρατήρησε, εν τούτοις, [με τον νου], πώς τα απόντα διαμέσου του νου είναι σίγουρα παρόντα).[11] Αλλά και ο Ηράκλειτος, ως γνωστόν, δίνει ιδιαίτερη σημασία στην όραση: «οφθαλμοί γάρ των ώτων ακριβέστεροι μάρτυρες (απ. 101α).[12]
Συμφωνούν επίσης και στο θέμα της ειμαρμένης, που για πρώτη φορά εμφανίζεται στη φιλοσοφία με τον Ηράκλειτο, τον φιλόσοφο που σκόπιμα έδινε στα αποφθέγματά του τη μορφή μαντικών χρησμών. Γι αυτόν ειμαρμένη είναι ο αναπότρεπτος ρυθμός των κοσμικών καταστάσεων, τις οποίες περιγράφει ως ανάφλεξη και σβήσιμο του ἐλλόγου πυρός.[13] Η λέξη βέβαια δεν υπάρχει πουθενά στα γνήσια αποσπάσματα, αλλά αυτό δεν αρκεί για ν’ αποδείξει πως ο Ηράκλειτος λέγοντας “χρεών” δεν εννοεί την αναγκαιότητα σαν ειμαρμένη.[14] Για τον Παρμενίδη, αυτή αντιπροσωπεύει την ύψιστη κοσμική αρχή που διέπει τα πάντα, ή τον αμετάκλητο φυσικό νόμο που καθορίζει τη δομή και τη λειτουργία του σύμπαντος, αποκαλούμενος επίσης Δίκη, Θέμις, Μοίρα ή Αλήθεια. Πρόκειται για την κρατερή Ανάγκη που φροντίζει για την κοσμική ισορροπία, εξασφαλίζοντας την τελειότητα της σφαιρικής δομής του Όντος και του κόσμου˙ ως προς τον κόσμο, κατοχυρώνει τη σταθερή τάξη στις εναλλαγές του φωτεινού και του σκοτεινού στοιχείου ώστε αυτά να είναι ισοδύναμα, και ως προς το Όν, εξασφαλίζει το αγέννητο και ανώλεθρο, την ακινησία, την ολότητα και συνέχειά του, συγκρατεί τα πέρατα του Είναι και το κρατά φυλακισμένο μέσα στα όριά του, διατηρώντας το παντοτινά στη σταθερή του κατάσταση. Με το ίδιο νόημα ο Εφέσιος λέει στο απ. 94, όπως είδαμε ήδη: Ήλιος γάρ ουχ περβήσεται μέτρα˙ ει δέ μή, Ερινύες μιν Δίκης επίκουροι εξευρήσουσιν.[15] Σύμφωνα με την ηρακλείτεια έννοια της ειμαρμένης, ο άνθρωπος και μπορεί και οφείλει να κατανοεί την ειμαρμένη και να προσαρμόζεται σ’ αυτήν˙ γιατί είναι εντελώς αδύνατο να αντιδράσει στην ειμαρμένη. -Η Στοά, για την οποία ο Ηράκλειτος ήταν η υπέρτατη αυθεντία, παρέλαβε την ηρακλείτεια έννοια της ειμαρμένης και τη διέδωσε πλατιά. Αυτό συνέβη κυρίως χάρη στους Στωικούς των αυτοκρατορικών χρόνων, όπως τον Σενέκα ο οποίος μετέφρασε μια χαρακτηριστική φράση του Κλεάνθη: Ducunt fata volentem, nolentem trahunt (=η μόνη επιλογή που έχει ο άνθρωπος είναι είτε να ακολουθήσει εκούσια το πεπρωμένο, είτε να συρθεί από αυτό).[16]
Ο Πλάτωνας, για τον οποίο γενικά είχαν σημασία τέσσερες φιλοσοφικές κατευθύνσεις: Ηράκλειτος, Σωκράτης, Πυθαγόρειοι και Ελεάτες, -διαπίστωσε πως και οι δύο φιλόσοφοι έχουν “βάθος”˙ για μεν τον Παρμενίδη έλεγε συγκεκριμένα, πως “υπάρχει στους λόγους του ένα καθ’ όλα εξαίσιο βάθος”, για δε τον Ηράκλειτο, ότι για να διεισδύσει κανείς στη σκέψη του, “θα’ πρεπε να’ ναι κολυμβητής απ’ τη Δήλο”. Άλλωστε έχουν και οι δύο τον ίδιο στόχο: «και το ποίημα του ενός και οι “λόγοι” του άλλου έχουν ένα και τον αυτό σκοπό, την αταραξία, που προϋποθέτει ότι “ξεπερνάμε” τις αντιφατικές και βαρετές γνώμες του πλήθους».[17] Και όπως ο Ηράκλειτος δε χάνει ευκαιρία να αποκαλεί τους πολλούς κοιμωμένους, αξυνέτους, όνους, ύες, κτήνεα κλπ και να ξεχωρίζει τρεις ανθρώπινους τύπους: εκείνους που τον ακούν και κατανοούν τον λόγο (που έχουν την εποπτείαν), εκείνους που τον ακούν χωρίς να τον καταλαβαίνουν ακόμη (η μύηση των νέων μυημένων), κι εκείνους που δεν τον έχουν ακούσει (οι αμύητοι), έτσι και ο Παρμενίδης ονομάζει τους πολλούς κωφούς, τυφλούς, τεθηπότας, άκριτα φύλα και ειδότας ουδέν (Απ. 6)[18], θεωρεί πως έχουν μια κράση όπου πλεονάζει το ψυχρό, όχι το θερμό στοιχείο, και χωρίζει τους ανθρώπους σε άφρονες απ’ τη μια, και σε μυημένους, ειδότας, σοφούς, απ’ την άλλη. Ισχύει και για τους δύο η αντίληψη ότι η δυνατότητα πρόσβασης στην αλήθεια, είναι θέμα ιδιοσυγκρασίας. Όταν η ψυχή είναι ξηρή, λέει ο Ηράκλειτος (Απ.118), όταν πλεονάζει το θερμό-φωτεινό στοιχείο στην κράση του ανθρώπου, λέει ο Παρμενίδης (Απ.16), -τότε ο άνθρωπος βρίσκεται στην προσφορότερη οντολογικά κατάσταση ως προς τη δυνατότητα γνώσης της αλήθειας. Από οντολογική-φυσιοκρατική άποψη, η υπόθεση της αλήθειας εμφανίζεται έτσι να είναι υπόθεση αναλογίας και συσχετισμού του θερμού με το ψυχρό ή το υγρό, αντίστοιχα, στοιχείο.[19]
Και οι δυο φιλόσοφοι αναζητούν, κατά βάθος, μέσω του γίγνεσθαι το Είναι των όντων, δέχονται ότι ο κόσμος αποτελείται από αντιθέσεις, δεν εμπιστεύονται τις αισθήσεις, και προσβλέπουν στο μοναδικό Εν. Επίσης, ο λόγος και των δύο παραμένει υποβλητικός, με έντονη, θρησκευτική στον Παρμενίδη και μυστικιστική στον Ηράκλειτο, χροιά.[20]

[1] -Γ. Γεωργακόπουλος, ο.π., σ 248.
[2] Ε. Ιωαννίδη, ο.π., σ 87.
[3] Ι. Ευαγγέλου, Ελληνικός πολιτισμός, Αθήνα 1995, Εκδ. Σαββάλα, σ 84. Βλ. και G. Legrand, ο.π., σσ 187, 30.
[4] Ε.Ρούσσος, ο.π., σ 52.
[5] Πρβλ. Μ. Ράσσελ, ο.π., σ 101, Μ. Μακράκης (1992), ο.π., σ 147 και Β. Βιτσαξής, ο.π., σ 6.
[6] G. Legrand, ο.π., σ 84.
[7] -Ε. Μαραγγιανού- Δερμουση, ο.π., σ 65.
- Α. Χατζοπούλου (επιμ), ο.π., σ 19.
[8] J. Burnet,ο.π., σ 184.
[9] Βλ. Δ. Λαμπρέλλης, ο.π.
[10] Ολοφ Ζιγκόν, ο.π.
[11] DK I 232, B 4. Βλ. και Θ. Βέικος (1998), ο.π., σ 112.
[12] DK I 173, B 101a.
[13] Πρβλ. Ολοφ Ζιγκόν, ο.π.
[14] Ε. Ιωαννίδη, ο.π.
[15] -Β. Μανδηλάρας, ο.π., σ 117 σημ. 61, Θ. Βέικος (1998), ο.π., σσ 103, 109 και Μαραγγιανού-Δερμούση, ο.π., σσ 40-1.
[16] Ολοφ Ζιγκόν, ο.π., σ 177: Με την φράση αυτή κλείνει και το περίφημο έργο του Oswald Spengler: Der Untergang des Abendlandes” (Η παρακμή της Δύσης), 1918 / 1922.
[17] -Ν. Κιτσίκης, ο.π., σ 92.
-G. Legrand, ο.π., σσ 11, 18.
[18] DK I 233, B 6.
[19] -J. Vernant, ο.π., σ 351.
-Δ. Παπαδής, ο.π., σσ 165, 295.
[20] Βλ. Κ. Βάμβακας, ο.π. σ 336.

Ο ΛΟΓΟΣ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΣΥΜΠΑΝ

Ο ΛΟΓΟΣ
ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ
ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΣΥΜΠΑΝ


Η άχρονη κοσμοθέαση του Ηράκλειτου
και το «αναποδογύρισμά» της στο ευαγγέλιο


Έγραψε στις 07.12.2009 ο/η: Δημόφιλος Ίων

Επιστροφή

  Ο Ηράκλειτος, παρά τα λίγα αποσπάσματά του, που σώθηκαν αποδεικνύεται μεγάλος κοσμολόγος, αστρονόμος, μαθηματικός, βιολόγος και πολιτικός, μιά τέλεια πολυμερής προσωπικότητα. Αναζητώντας τον εαυτό του ανάμεσα στη δίνη της διαρκούς κι αδιάκοπης ροής και πάλης των εξωτερικών και εσωτερικών του στοιχείων, αληθινός στοχαστής, είδε την αλήθεια κατάματα στην ολότητά της και απαλλαγμένος από κάθε πάθος και σκοπιμότητα την αποκάλυψε στους ανθρώπους λακωνικά και σιβυλλικά καθοδηγώντας τους στο δρόμο της αρετής και της σοφίας. Αλήθειες ωμές, ιδέες ελεύθερες και αυτοδύναμες συνθέτουν το ηρακλείτειο έργο, που ενωμένες σε σύνολο καλύπτουν όλους τους χώρους του επιστητού, γνωστούς και αγνώστους.
     O Hράκλειτος δεν πρότεινε κανένα νέο υλικό στοιχείο, για να εξηγήσει τη γένεση των όντων και του κόσμου, αλλά προχωρώντας πιό πέρα συνέλαβε την έννοια του Λόγου: «Kόσμον τόνδε τον αυτόν απάντων ούτε τις θεών ούτε ανθρώπων εποίησεν· αλλ΄ ήν αεί και έστι και έσται πώρ αείζωον· απτόμενον μέτρα και σβεννύμενον μέτρα» (Απόσπ. 30). (Ο κόσμος αυτός, ο οποίος για όλα τα όντα είναι ίδιος, δεν δημιουργήθηκε από κανένα θεό, ή άνθρωπο, αλλά υπήρχε πάντοτε και υπάρχει  και πάντοτε θα υπάρχει, ένα αιώνιο ζωντανό πύρ, που μόνο του αναζωογονείται  σύμφωνα με ορισμένους νόμους και σβήνει πάλι σύμφωνα με ορισμένους νόμους). Αυτή η τάξη του κόσμου, η εσωτερική του νομοτέλεια, με τους αναπόσπαστους  από αυτήν νόμους, δηλαδή με το ρυθμό της, είναι ο αιώνιος Λόγος του κόσμου.
      Ο χριστιανισμός εισήγαγε μια ιουδαϊκή απομίμηση του Λόγου («εν αρχή ήν ο λόγος»), την οποία προσωποποίησαν και ταύτισαν με τον Μεσσία αλλοιώνοντας τις συλλήψεις του ηρακλείτειου πνεύματος επιχειρώντας να προσδώσουν σε αυτές  δογματικό χαρακτήρα.


Δεν είναι ο Ηράκλειτος φυσιολόγος, ή θεολόγος, ή αστρονόμος, ή πολιτικός, όπως τον παρουσιάζουν κι οι ηρακλειτικοί ακόμα. Πρόκειται για το στοχαστή, που, σαν τέτοιος, αγκαλιάζει τον κόσμο στην ολότητά του και ποτέ μερικά. Άλλωστε αυτός δεν είναι, που έφτασε στο τολμηρό συμπέρασμα, ότι το Όν και το μή Όν είναι το ίδιο πράγμα, για να τα αρνηθεί και τα δύο μετά τη διαπίστωση, ότι τίποτε από αυτά δεν υπάρχει; Πράγματι, μέχρι που να σκεφθεί κανείς το όν, το ηρακλείτειο ποτάμι ήδη τόχει συμπαρασύρει και τη θέση του έχει καταλάβει το μή όν. Καμμία ουσία, κανένα στοιχείο και καμμία στιγμή δεν υπάρχει, παρά μόνο για να καταστραφεί από την αμέσως επόμενή της, που κι εκείνη την περιμένει η ίδια μοίρα.
  
Η ύλη του κόσμου δεν είναι παρά ενέργεια, αίτιο μεταβολής και αποτέλεσμα. Ούτε χάος, ούτε σταθερό δημιούργημα, ούτε παραδείσιοι κήποι, ούτε τόποι τιμωρίας του όντος, ούτε ζωή, ούτε θάνατος, παρεκτός το αιώνιο μεταβαλλόμενο γίγνεσθαι. Όσο κι άν ψάξει ο στοχαστής μέσα στο θέατρο του πολυμορφισμού του κόσμου και των φαινομένων του, δεν βλέπει παρά τον ένα και μοναδικό κόσμο, τη μία σοφία, τον ένα και Απολλώνειο (απλό) Λόγο. Ο Εφέσιος παραμένει πάντοτε απόλυτα και καθολικά «ενιστής».
   
Η μεταβολή και εναλλαγή του Όντος γίνεται με βάση αλάνθαστους νόμους και βεβαιότητες, με συμμετρία και τάξη, με συνέπεια και αλληλουχία, που αποτελεί τη δικαίωση του γίγνεσθαι. Η πάλη των στοιχείων αποτελεί την ακρότατη δικαιοσύνη και διέπεται από τον Κοσμογονικό Νόμο, από το Λόγο, από τη μία και μοναδική Ποιότητα, που «εθέλει και ουκ εθέλει λέγεσθαι Ζηνός Όνομα».


  Ο Ηράκλειτος γεννήθηκε στην πόλη της Μικράς Ασίας, Έφεσο, που βρίσκεται 60 χιλιόμετρα νότια της Σμύρνης, Οι μεταγενέστεροι συγγραφείς τοποθετούν την ακμή του περί την 69η Ολυμπιάδα (504 – 501 π.Χ., Διογένης Λαέρτιος, Σουΐδας). Από τα σωζόμενα αποσπάσματά του φαίνεται, ότι ήταν βαθύτατα επηρεασμένος από τις θεωρίες της Σχολής της Μιλήτου, ιδίως δε του Αναξίμανδρου (βλ. Θαλής, Αναξίμανδρος, Αναξιμένης). Θεωρείται πολύ πιθανό, ότι ο Ηράκλειτος άκουσε πρώτα μαθήματα στη Μίλητο και κατόπιν στην Ελέα με διδάσκαλο τον Ξενοφάνη (Διογένης Λαέρτιος, Σωτίων). 
     Παρά την υψηλή θέση, που του εξασφάλιζε η αριστοκρατική του καταγωγή, επειδή έβλεπε, ότι η δημοκρατία κατέληγε συχνά σε αναρχία, αποτραβήχτηκε τελείως από τα κοινά. Ο Ηράκλειτος πρέσβευε, ότι κατά τη λειτουργία μιάς Πολιτείας πρέπει να υπάρχει απόλυτος σεβασμός στους νόμους. («Μάχεσθαι χρή τον δήμον υπέρ του νόμου όκωσπερ τείχεος», δηλαδή ο λαός πρέπει να μάχεται υπέρ του νόμου, όπως όταν υπερασπίζεται τα τείχη της πόλης κατά την προσβολή από τους εχθρούς). Ήταν ο πρώτος αρχαίος φιλόσοφος, που επιχείρησε να αναμορφώσει την αρχαία πολιτική ζωή με τη βοήθεια της φιλοσοφικής γνώσης. Όπως μέσα στη φύση επικρατεί ο αιώνιος νόμος, έτσι και μέσα στην πολιτεία πρέπει να επικρατεί ο άκαμπτος ηθικός νόμος. Τόσο μεγάλη ήταν η φήμη του Ηράκλειτου, ώστε ο βασιλιάς τών Περσών Δαρείος τόν προσκάλεσε να μεταβεί στήν Αυλή του. Ο Ηράκλειτος δεν αποδέχθηκε τήν πρόταση.
     Στην ακμή της ηλικίας του συνέγραψε περίφημο βιβλίο, το οποίο έφερε τον τίτλο «Περί φύσεως», όπου συγκέντρωσε τα αποτελέσματα των πολυετών ερευνών του σε όλα σχεδόν τα πεδία του επιστητού. Σύμφωνα με το Διογένη Λαέρτιο το εν λόγω σύγγραμμα περιείχε τρία μέρη: «Περί του Παντός», τον «Πολιτικό» και τον «Θεολογικό» (Λόγο). O τρό­πος της διατύπωσης τών σκέψεων του Ηράκλειτου ήταν αφοριστι­κός. Στά διάφορα ερωτήματα και απορήματα απαντούσε με αφορισμούς. Γι΄ αυτό ήταν δύσκολο να γίνει εύκολα κατανοητός και ονομάστηκε σκο­τεινός φιλόσοφος.
     Χαρακτηριστική της δυσκολίας προς κατανόηση του συγ­γράμματος του Ηράκλειτου είναι η πληροφορία, την οποία παρέχει ο Διογένης Λαέρτιος, που γράφει τα έξης: «Φασί δ΄ Ευριπίδην αυτώ δόντα το Ηρακλείτου σύγγραμμα ερέσθαι “τι δοκεί;” τον δέ φάναι “α μεν συνήκα, γενναία· οίμαι δέ και α μη συνήκα· πλην δηλίου γέ τινος δείται κολυμβητού”» (II, 22). [Λέγουν δε, ότι όταν ο Ευριπίδης έδωσε σε αυτόν (τον Σω­κράτη) το σύγγραμμα του Ηράκλειτου και τον ρώτησε “πώς σου φαίνεται;” αυτός του απάντησε: “όσα κατάλαβα μού φαίνονται σπουδαία, νομίζω δε και όσα δέν κατάλαβα· αλλά γι΄ αυτά υπάρχει ανάγκη Δήλιου κολυμβητή”» (σ.σ.: ο ο­ποίος να κατορθώσει να εισδύσει στο βάθος των σκέψεων του Ηράκλειτου, χωρίς να πνιγεί· οι δήλιοι θεωρούνταν οι καλύτεροι κολυμβητές της Ελλά­δας)].
     Τα σωζόμενα αποσπάσματα του «Περί φύσεως» βιβλίου του Ηράκλειτου ανέρχονται μόλις σε 130. Σε αυτά συμπεριλαμβάνονται ορισμένα, τα οποία δεν θεωρούνται γνήσια, αλλά πολύ μεταγενέστερες χριστιανικές παραχαράξεις. Τα περισσό­τερα έχουν έκταση ενός ή δύο στίχων, ενώ λίγα  έχουν μεγαλύτερη έκταση. Το περίφημο απόσπασμα «τα πάντα ρεί», θεωρείται μεν γνήσιο ως προς το νόημά του, διότι εκφράζει ακριβώς την κοσμογονική θεωρία του Εφέσιου φιλόσοφου, δεν ανευρίσκεται όμως στα συναφή χειρόγραφα.
     Στο κοσμογονικό πρόβλημα ο Ηράκλειτος ακολουθεί τον τρόπο έρευνας της Σχολής της Μιλήτου. Ο Θαλής θεωρούσε αρχή και στοιχείο των όντων το ύδωρ, ο Αναξίμανδρος το άπειρο, ο Αναξιμένης τον αέρα. Γιά τον Ηράκλειτο όμως, είναι ματαιοπονία να ζητάει κανείς να βρεί την πρώτη ύλη· πνεύμα εξόχως παρατηρητικό και πηγαίο, προχωρεί πο­λύ περισσότερο από τον Αναξίμανδρο και τον Αναξιμένη και αποφαίνεται: «πυρός τε  ανταμοιβή τά πάντα και πύρ απάντων όκωσπερ χρυσού χρήματα και χρη­μάτων χρυσός»  (Απόσπ. 90). [Τά πάντα προέρχονται από την μετατροπή του πυρός (θερμικής ενέργειας) και αυτό προέρχεται από την μετατροπή εξ όλων των πρα­γμάτων, όπως εκ του χρυσού αποκτώνται πράγματα και εκ των πραγμάτων χρυσός]. Πώς εκ του πυρός (της ενέργειας) προέρχονται τά πράγματα, και πώς εκ των πραγμάτων (της ύλης) προέρχεται το πυρ (η ενέργεια), αυτό ο Ηράκλειτος δέν το καθορίζει. Αλλά και η σημερινή επιστήμη, η οποία δέ­χεται την μετατροπή της ύλης σε ενέργεια και το αντίθετο, βρίσκεται σε αδυναμία να προβεί σε συναφή καθορισμό.
     Ο Αέτιος μας πληροφορεί επίσης, ότι κατά τον Ηράκλειτο αρχή των πάντων είναι το πυρ (η ενέργεια). Όταν δε τούτο σβήνει (παύει να εκδηλούται ως ενέργεια), τα πάν­τα λαμβάνουν την μορφή, υπό την οποία υποπίπτουν στις αισθήσεις μας, γίνονται δηλαδή ύλη. [«Εκ πυρός γαρ πάντα και εις πυρ πάντα τελευτά». (Δοξογράφοι Diels 283, από του Στοβαίου Εκλογαί Ι 10, 14)]. Κατά τον Σιμπλίκιο, ο Ηράκλειτος θεωρεί το σύμπαν ένα και πεπερασμένο και πρεσβεύει, ότι τα πάντα προέρχονται από το πυρ διά πυκνώσεως και μανώσεως (δηλαδή αραίωσης) τούτου και σε πυρ (δηλαδή ενέργεια) κατα­λήγουν, θεωρούμενου του πυρός ως στοιχείου των όντων. Ακόμη σαφέστερα μας πληροφορεί για την μετατροπή του πυρός σε διάφορα πράγματα (ύλη) ο γιατρός Γαληνός, ο οποίος λέει, ότι κατά τον Ηράκλειτο, όταν το πυρ (η ενέργεια) πυκνωθεί, γίνεται ο αήρ, όταν πυκνωθεί ακόμη περισσότερο γίνεται ύδωρ, και ακόμη περισσότερο γίνεται γη (Diels, Frag, Vors. A 5-8).
     H μετατροπή των υλικών πραγμάτων σε πυρ (ενέργεια) ονομάζεται από τον Ηράκλειτο κόρος, ενώ από τους μεταγενέστερους καλεί­ται εκπύρωση. Ομολογία (ομόνοια) και ειρήνη οδηγούν τα πράγματα στην εκπύρωση (μετατροπή ύλης σε ενέργεια), ενώ πόλεμος και έρις, στη γένεση του κόσμου (μετατροπή ενέργειας σε  ύλη).

Δις εις τον αυτόν ποταμόν ουκ άν εμβαίης
  Το εντελώς νέο, το ρηξικέλευθο, το οποίο απαντάται στην κοσμογονική θεωρία του Ηράκλειτου, είναι η δοξασία του, ότι ο φαινομενικός κό­σμος, τα αισθητά πράγματα, διαρκώς μεταβάλλονται και τίποτε δεν μένει σταθερό. «Λέγει που Ηράκλειτος ότι πάντα χωρεί και ουδέν μένει και ποταμού ροή απεικάζων τα όντα λέγει ως δις ες τον αυτον ποταμον ουκ άν εμβαίης» (Πλάτωνος Κρατύλος, 402 Α). (Λέγει κάπου ο Ηράκλειτος, ότι όλα προχω­ρούν και τίποτε δέν μένει και παρομοιάζοντας τα όντα με ροή ποταμού λέει, ότι στον ίδιο ποταμό δέν είναι δυνατόν να εισέλθει κανείς δύο φορές, δηλαδή εννοεί στα ίδια ύδατα του ποταμού). Στον κόσμο παρατηρείται συνεχής περιοδική δημιουργία καί καταστροφή.
     Το αίτιο, στο οποίο οφείλεται η ροϊκότητα των αισθητών (η συνεχής μεταβολή των πραγμάτων) είναι οι εκ φύσεως αντιθέσεις, που υπάρχουν μεταξύ των πραγμάτων. «Πόλεμος πάντων μεν πατήρ εστί, πάντων δε βασιλεύς, και τους μεν θεούς έδειξε τους δε ανθρώπους, τους μεν δούλους εποίησε τους δε ελευθέρους» (Απόσπ. 53). (Το αίτιο, στο οποίο οφείλον­ται όλα τα πράγματα είναι ο πόλεμος, αυτός δε είναι κυρίαρχος όλων και άλλους μεν ανέδειξε θεούς, άλλους δέ ανθρώπους, άλλους μεν έκαμε δούλους, άλλους δε ελεύθερους). Δεν θα υπήρχε αρμονία στον κόσμο, άν δέν υπήρχαν οι αντιθέσεις μεταξύ των πραγμάτων και φαινομένων, όπως αυτό  παρατηρείται στη μουσική, όπου η αρμονία προκαλείται από τη μείξη του οξέος ήχου και του βαρέος και στα ζώα, όπου η αρμονία προέρχεται από την ύπαρξη των αντιθέσεων άρρενος - θήλεος. Ο Ηράκλειτος επιτι­μούσε τον Όμηρο, ο οποίος έγραφε, ότι «μακάρι να εξαφανιζόταν από τους θεούς και τους ανθρώπους η φιλονεικία και η οργή» (Σ 107), διότι χωρίς τις αντιθέσεις αυτών δεν είναι δυνατόν να υπάρχει αρμονία στον κόσμο.


Ο Ηράκλειτος επιτι­μούσε τον Όμηρο, ο οποίος έγραφε, ότι «μακάρι νά εξαφανιζόταν από τους θεούς και τους ανθρώπους

η φιλονεικία και η οργή» (Σ 107), διότι χωρίς τις αντιθέσεις αυτών
δέν είναι δυνατόν να υπάρχει αρμονία στον κόσμο.
     Αυτή τη σύνθεση των αντιθέσεων μέσα στη νόησή μας επεξεργάσθηκε στη νεώτερη εποχή ο Γερμανός φιλόσοφος Έγκελς, που την ονόμασε διαλεκτική σκέψη· αργότερα την ολοκλήρωσαν οι Κάρλ Μάρξ και Λένιν. Το λάθος, που έκαναν οι μαρξιστές είναι, ότι παρουσίασαν τον Ηράκλειτο ως υλιστή. Ο Ηράκλειτος δεν ήταν υλιστής. Ήταν ιδεαλιστής επομένως; Ούτε και ιδεαλιστής ήταν. Ο Εφέσιος φιλόσοφος έβλεπε τα πράγματα όπως ήταν στην ολότητά τους με ακρίβεια, χωρίς να έχει τέτοια διαχωριστικά ψευτοδιλήμματα.
     Ο Πλάτων είχε βαθύτατα επηρεασθεί από τις θεωρίες του Ηράκλει­του περί της αέναης ροής των αισθητών και της εκ των αντιθέσεων αρμο­νίας στον κόσμο. Ο αντίκτυπος του επηρεασμού αυτού φθάνει να έχει αποτυπωθεί και στο δυσκολότατο σε κατανόηση Δέκατο Βιβλίο των Στοιχείων του Ευκλείδη, όπου σε 115 θεωρήματα δημιουργείται από την ποικιλία των ασύμ­μετρων μεγεθών (από τις αντιθέσεις) ένα περίλαμπρο αρμονικό όλο. Διό­τι ο Ευκλείδης είναι Πλατωνικός και οικείος προς την Πλατωνική φιλοσοφία (Πρόκλος εις Ι Ευκλ. σελ. 68, εκδ. Friedlein, 1878). H φύση δέν θέλει να αποκαλύπτει τους νόμους της («φύσις κρύπτεσθαι φιλεί», Απόσπ. 123) και η αφανής αρμονία είναι καλύτερη της φανερής («αρμονίη αφανής φανερής κρείττων», Απόσπ. 54) είναι ρήσεις του Η­ράκλειτου, που μαρτυρούν την πεποίθησή του, ότι πίσω από όλες τις αντιθέσεις στον κόσμο κυριαρχεί η αρμονία, η οποία είναι κρυφή και δέν γίνεται αντιληπτή από τον κάθε τυχόντα. Συναφής κάπως πρός τον μυστικισμό του Ηράκλειτου, τον οποίο προδίδουν οι προηγούμενοι λόγοι του είναι και η ρήση του: «ο άναξ ου το μαντείον εστι το εν Δελφοίς, ούτε λέγει, ούτε κρύπτει αλλά σημαίνει» Απόσπ. 93. [Ο άναξ (ο Απόλ­λων), στον οποίο ανήκει το μαντείο των Δελφών, ούτε λέει φα­νερά, ούτε αποκρύπτει, αλλά τα λέγει εμμέσως, τα υποδηλώνει, αφήνει να υπονοηθούν].


Ο κοινός, παγκόσμιος (ξυνός) ηρακλείτειος Λόγος από αποστάσεις 10 εκατομμυρίων ετών φωτός (1023 m) στο Σύμπαν μέχρι το ηλεκτρόνιο στο πεδίο ενός ατόμου (10-11m).
1.   10 εκατομμύρια έτη φωτός (1023 m), η απόσταση του Γαλαξία Milky-Way. (Έτος φωτός είναι η απόσταση, που διανύει το φώς σε ένα έτος. Η ταχύτητα του φωτός είναι 300.000 km/sec).
2.   1 εκατομμύριο έτη φωτός.
3.   100.000 έτη φωτός. Διακρίνεται με δυσκολία ο Γαλαξίας μας.
4.   1.000 έτη φωτός.
5.   1 έτος φωτός. Με λίγη προσοχή διακρίνεται ο Ήλιος μας.
6.   100 δισεκατομμύρια χιλιόμετρα. Το Ηλιακό μας Σύστημα αρχίζει να φαίνεται. (Οι τροχιές των πλανητών έχουν χρωματιστεί).
7.   100 εκατομμύρια χιλιόμετρα. Οι τροχιές: της Αφροδίτης (πράσινη), της Γης (μπλέ) και του Άρη (κόκκινη).
8.   100.000 Χιλιόμετρα. Η Γη φαίνεται ακόμα μικρή.
9.   10.000 χιλιόμετρα. Το βόρειο ημισφαίριο της Γής.
10.   1.000 km. Χαρακτηριστική φωτογραφία από δορυφόρο (Το ακρωτήριο Φλόριντα των ΗΠΑ).
11.   100 μέτρα. Συνηθισμένη θέα από ελικόπτερο.
12.   1 μέτρο. Ό,τι βλέπει κάποιος με τεντωμένο χέρι.
13.   10 εκατοστά. Τα φύλλα ενός φυτού.
14.   1  χιλιοστό. Διακρίνονται οι κρύσταλλοι του φύλλου.
15.   10 μάικρον (10-5 m). Φαίνονται καθαρά τα κύτταρα.
16.    100 Άνγκστρομ (10-8 m). Η αλυσίδα του DNA.
17.   1 Άνγκστρομ. Το νέφος ηλεκτρονίων του ατόμου του άνθρακα.
18.   10 πικόμετρα (10-11 m). Το ηλεκτρόνιο στο πεδίο ενός ατόμου.

Η έννοια του Λόγου στο Σύμπαν
  Όλα όσα βρίσκονται στον κόσμο τα κυβερνά ο Λόγος, ο φυσικός Νόμος: «Του δε λόγου τούδε εόντος αεί αξύνετοι γίνονται άνθρω­ποι και πρόσθεν ή ακούσαι και ακούσαντες το πρώτον» (Απ. 1). «Διό δει έπεσθαι τω ξυνώ, του λόγου δ΄ εόντος ξυνού  ζώουσιν οι πολλοί ως ιδίαν έχοντες φρόνησιν» (Απ. 2). «Ουκ εμού, αλλά του λόγου ακούσαντας ομολογείν σοφόν εστιν εν πάντα είναι» (Απ. 50 ). «Ξύν νόω λέγοντας ισχυρίζεσθαι χρή τω ξυνώ πάντων, όκωσπερ νόμω πόλις, και πολύ ισχυροτέρως. Τρέφονται γαρ πάντες οι ανθρώπειοι νόμοι υπό ενός του θείου· κρατεί γαρ τοσούτον οκόσον εθέλει καί εξαρκεί πάσι καί περιγίνεται» (Αποσπ. 114 ).
    [Ενώ δε υπάρχει αιωνίως αυτός ο λόγος  (τον οποίον ερμηνεύει ο Ηράκλειτος), οι άνθρωποι γίνονται πάντοτε ασύνετοι (και δέν τoν εννοούν) είτε χωρίς να τον ακούσουν, είτε αφού προηγουμένως τον ακούσουν. Γιά την αιτία αυτή πρέπει να ακολουθεί κανείς τον κοινό (τον παγκόσμιο) λόγο. Ενώ δέ ο λόγος είναι κοινός, οι άνθρωποι ζουν σαν να είχαν δική τους φρόνηση. Όχι γιατί το λέω εγώ, αλλ΄ αφού ακούσετε τον λόγο, είναι σοφό να ομολογήσετε, ότι τα πάντα είναι ένα. Γιά να μιλήσουμε δε με την απλή λογική λέμε, ότι πρέπει να στηριζόμαστε στο λόγο, ο οποίος διευθύνει τά πάντα, όπως η πόλη στηρίζεται στο νόμο και ακόμη μάλιστα πολύ ισχυρότερα. Διότι όλοι οι ανθρώπινοι νόμοι τρέφονται από ένα νόμο, του θείου, γιατί αυτός κυριαρχεί τόσο, όσο θέλει, και φθάνει παντού και επι­κρατεί όλων].
     Εάν θελήσουμε να εμβαθύνουμε στις δοξασίες του Ηράκλειτου, ότι «τα πάντα ρει» και ότι «δις εις τον αυτόν ποταμόν ουκ άν εμβαίης» και να τις εκφράσουμε κατά τη σημερινή ορολογία της Φυσικής, θα καταλήξουμε στο συμπέρασμα, ότι ο Ηράκλειτος εξαγγέλλει ήδη πρό 2.500 ετών το φαινόμενο της Εντρο­πίας, σύμφωνα με το οποίο οι μεγάλες μεταβολές, που παρατηρούνται στον κόσμο ακολουθούν μία μόνον κατεύθυνση χωρίς να είναι αντιστρεπτές. Εξ άλλου η περιοδική γένεση και καταστροφή των κόσμων (ηλιακών συστημάτων) στο σύμπαν, που πρεσβεύει ο Ηράκλειτος με την μετατροπή της ύλης σε ενέργεια και της ενέργειας σε ύλη συμφωνεί η σημερινή Αστροφυσική.
     Στα γραπτά αρχαίων φιλοσόφων βρίσκονται οι έννοιες της δημιουργίας και του / των θεών. Δημιουργία υπάρχει κάθε στιγμή μέσα στο σύμπαν. Ο κάθε ένας μας έχει δημιουργηθεί από τους γονείς του. Εκατομμύρια γαλαξίες δημιουργούνται κάθε δευτερόλεπτο. Οι θεοί για τους φιλόσοφους είναι ισχυρές ενδοσυμπαντικές δυνάμεις, που έχουν κωδικοποιηθεί και τους έχουν αποδοθεί ανθρωπόμορφα χαρακτηριστικά από τη μυθολογία. Όλα όμως υπάρχουν και γίνονται ενδοσυμπαντικά και μόνον. Η έννοια του εξωσυμπαντικού δεν υπήρχε στους αρχαίους έλληνες.


     Στον παραπάνω πίνακα του Εστάς Λέ Σέρ (1649), που εκτίθεται στο Μουσείο του Λούβρου (δεξιά λεπτομέρεια) εικονίζεται ο Σαούλ - Παύλος (όρθιος στη μέση), να καίει μαζί με την ακολουθία του τα ελληνικά επιστημονικά συγγράμματα της φημισμένης Βιβλιοθήκης της Εφέσου ( «Πράξεις», ιθ΄ 17-19).

Ευαγγελιστής Ιωάννης εναντίον Ηράκλειτου
     Προκειμένου να επιβάλει η χριστιανική ηγεσία το παρά φύση δόγμα της και τον παρά φύση προσυμπαντικό και εξωσυμπαντικό θεό, έννοιες, που δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτές από έναν ελεύθερο κατά φύση φιλοσοφούντα άνθρωπο, έπρεπε να εμποδίσει τους ανθρώπους να φιλοσοφούν. Έθεσε λοιπόν τη φιλοσοφία υπό άγριο διωγμό κατακρεουργώντας φιλοσόφους, καίοντας βιβλιοθήκες, κλείνοντας δια νόμου φιλοσοφικές σχολές κ.τ.λ.. (Βλ. Ένα χρονικό του διωγμού των φιλοσόφων δια μέσου των αιώνων). Μέγιστο εμπόδιο αποτελούσε ο κατέχων πρώτιστη θέση στην Ιστορία του πνεύματος και του πολιτισμού, εφέσιος φιλόσοφος, Ηράκλειτος, του οποίου  ο Λόγος, ως αρχή, που συντηρεί κι ενώνει τον κόσμο είναι -φυσικά- ενδοσυμπαντικός.
     Παρουσίασαν λοιπόν οι ταγοί του χριστιανισμού το «κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο», το οποίο υποτίθεται, ότι γράφτηκε -πού αλλού;- στην Έφεσο, το οποίο αρχίζει με -τι άλλο;- με το Λόγο: «Εν αρχή ην ο λόγος και ο λόγος ην προς τον Θεόν και Θεός ην ο Λόγος. Ούτος ην εν αρχή προς τον Θεόν. Πάντα δι΄ αυτού εγένετο και χωρίς αυτού εγένετο ουδέ εν ο γέγονεν». Ο λόγος λοιπόν είναι ο θεός-Γιαχβέ, ο οποίος υπήρχε στην αρχή (προσυμπαντικός κι εξωσυμπαντικός) κι από αυτόν δημιουργήθηκαν τα πάντα. Πρόκειται για την αντίληψη περί «λόγου», που συνδέει τον όρο αυτό όχι με την κοσμολογία και την κατά φύση φιλοσοφική σκέψη, αλλά με το εβραϊκό δόγμα της δημιουργίας του κόσμου εκ του μηδενός.
     Στην Έφεσο επίσης, αναφέρεται ο Ιωάννης και στην Αποκάλυψη (β΄ 1-7), ενώ προς εφεσίους έχει απευθύνει επιστολή ο Απόστολος Παύλος. Αργότερα πλάστηκαν οι παραδόσεις περί συγγραφής και του ευαγγελίου του Λουκά στην Έφεσο, αλλά και της έκδοσης των επιστολών του Παύλου, καθώς και του θανάτου της Παναγίας εκεί, η οποία είχε δήθεν μεταβεί στην Έφεσο μαζί με τον Ιωάννη.

    
     Ο Ναός Αρτέμιδος στην Έφεσο ήταν ένα από τα επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου.  Αποτελούνταν από διπλή ιωνική κιονοστοιχία από 117 κίονες εξωτερικά και τριπλή κιονοστοιχία στη δυτική πλευρά. Το 406 μ.Χ. ο Ιωάννης Χρυσόστομος διέταξε την εκθεμελίωση και πυρπόλησή του: «Μαθών δε την Φοινίκην έτι περί τας των δαιμόνων τελετάς (ο Ιωάννης Χρυσόστομος) μεμηνέναι, ασκητάς μεν ζήλω θείω πυρπολουμένους συνέλεξε, νόμοις δε αυτούς οπλίσας βασιλικοίς κατά των ειδωλικών εξέπεμψε τεμενών, τα δε τοις καταλύουσι τεχνίταις και τοις τούτων υπουργοίς χορηγούμενα χρήματα ουκ εκ ταμιείων βασιλικών λαμβάνων ανήλισκεν, αλλά τας πλούτω κομώσας και πίστει λαμπρυνομένας γυναίκας φιλοτίμως ταύτα παρέχειν ανέπειθε, την εκ της χορηγίας φυομένην ευλογίαν επιδεικνύς τους μεν ουν υπολειφθέντας των δαιμόνων σηκούς τούτον τον τρόπον εκ βάθρων ανέσπασεν» (Θεοδώρητος, Εκκλησιαστική Ιστορία, 329-330). Άλλα τεμάχια του ναού χρησιμοποιήθηκαν για την ανέγερση χριστιανικών ναών στην περιοχή κι άλλα μεταφέρθηκαν αργότερα κατ΄ εντολή του Ιουστινιανού στην Κωνσταντινούπολη για την ανέγερση της Αγίας Σοφίας, στη βάση του τρούλλου της οποίας υπάρχουν τέσσερις γρανιτένιοι κίονες από την Έφεσο  (βλ. Η Θαμμένη Ελλάδα). Στην αριστερή φωτογραφία φαίνεται ό,τι έχει απομείνει από τις καταστροφές των χριστιανών: Ένας πρόχειρα πρόσφατα αναστηλωμένος κίονας.

     Στο χώρο του ναού του αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στην Έφεσο (δεξιά) ενίοτε λειτουργεί ο πατριάρχης Βαρθολομαίος. Ο ναός αυτός βρίσκεται δίπλα στα ερείπια του ναού της Αρτέμιδος κι έχει κτιστεί με χρήση πλήθους υλικών του.