Δευτέρα 27 Μαΐου 2013

Περπατώ ανάμεσα στο πλήθος

Περπατώ ανάμεσα στο πλήθος

Περπατώ ανάμεσα στο πλήθος κι εγώ, ένα πλήθος βουβό με πρόσωπα χλομά και σκληρά σαν πελεκημένα. Κανείς δεν μου είπε τι συμβαίνει, τι σημαίνει αυτή η παράξενη οδοιπορία, σαν πρόσφυγες με τους μπόγους στο χέρι ή σαν εξόριστοι σε τόπο άγνωστο... Η νέα γυναίκα παραμιλά. Κοιτάζει το σώμα της να βεβαιωθεί πως είναι εκείνη, πως δεν είναι παραίσθηση, μα δεν το γνωρίζει, ένα σώμα ξένο και το σπρώχνουν. Κάποιο εξωπραγματικό παιχνίδι θα είναι, σκέφτεται, από κείνα που μοιάζουν μαγικά και σαν απροσδόκητα. Γιατί το θυμάται καλά, ήταν παραμονή Πρωτοχρονιάς όταν μπήκε στο δρόμο. Και πάντα τέτοια νύχτα, από τότε που ήταν παιδί, ο χρόνος έπαιζε μαγικά παιχνίδια.

Καθόταν δίπλα στο χριστουγεννιάτικο δέντρο της, το θυμάται καλά, είχε αγοράσει αληθινό έλατο φέτος να μοσκοβολάει βουνό, και άκουγε τις ειδήσεις. Τώρα ο κόσμος ήρθε μέσα στο δωμάτιό μου, σκεφτόταν, ήρθε με όλη την αδηφάγα του λαμπρότητα. Τεράστιες μάζες από φωτάκια και στολίδια τη μια στιγμή, αίματα και παιδιά χτυπημένα την άλλη, κατάρες και απειλές από εξαθλιωμένα πρόσωπα, φωτιά και καπνός, χαλάσματα. Όπως και να ΄ναι, ο κόσμος ήρθε μέσα στο δωμάτιό μου, έλεγε, και συμμετέχω μονάχη μου εδώ που κάθομαι πάνω στον καναπέ μου, δίπλα στο αληθινό έλατο, συμμετέχω σ’ αυτό το παγκόσμιο παιχνίδι που λέγεται ιστορία, κάπως έτσι οι σκέψεις της και αισθάνθηκε πως έγινε κάτι σπουδαίο, κάτι υπαρκτό, αφού συμμετείχε κι εκείνη, αισθάνθηκε πως όλα αυτά τα έλεγαν και για εκείνη, τούτη τη νύχτα της παγκόσμιας μεγαλοπρέπειας με τα παιδικά προσωπάκια πάνω στο γυαλί, άλλα να χαμογελούν κι άλλα να τρέμουν με τα χεράκια παγωμένα. Και ο αέρας να φυσά, χιόνια είχε πει το μετεωρολογικό δελτίο, όμως εγώ είμαι πάνω στον καναπέ μου, σκεφτόταν, δεν με πιάνουν τα χιόνια εμένα, κι ούτε ο αέρας που φυσά με μποφόρ, τίποτα δεν μπορεί να μου χαλάσει τούτη τη μαγική νύχτα…

Είχε πάρει όλα τα μέτρα της, ξεχωριστή ζεστασιά, δώρα για το έθιμο, κόκκινα κεριά, φόρεσε και το καλό της φόρεμα να ταιριάζει με τις στολισμένες βιτρίνες και τις μάζες των πολύχρωμων φώτων που ρέουν στους νυχτερινούς δρόμους. Όλα τα είχε σκεφτεί. Ακόμα κι ένα βιβλίο αγόρασε δώρο στον εαυτό της, να δώσει ποιότητα στη ζωή της. Πάρτε τον «Ηλίθιο» του Ντοστογέφσκυ, της είπε ο βιβλιοπώλης, είναι ό,τι πρέπει για τους καιρούς μας, και απόρησε, το διάβαζα όταν ήμουν νέα και τώρα έγινε της μόδας, συλλογίστηκε. Άνοιξε να το διαβάσει ξανά, η αδικία, η εξαπάτηση, η αθωότητα που γίνεται παγίδα. Όμως απόψε είναι νύχτα ειρήνης, σκέφτηκε πάλι, δε θέλω παγίδες, δε θέλω δάκρυα και αδικία. Όλα είναι αγιασμένα απόψε. Και το ΄κλεισε. Ύστερα άνοιξε την τηλεόραση να ξεχυθούν οι φανταχτερές εικόνες και τα βαρυσήμαντα λόγια για ειρήνη και ευημερία που εκτόξευε το μαγικό γυαλί.

Θυμάται μία προς μία εκείνες τις εικόνες. Θυμάται, η ματιά της είχε μείνει, σε ένα μοναχικό άστρο στην κορυφή του έλατου που της φάνηκε λυπημένο σαν πρόσωπο παιδιού. Για κοίτα, σκέφτηκε, με επηρέασαν τα παιδικά πρόσωπα των ειδήσεων, όμως συνέχισε την ευτυχισμένη της βραδιά αφού αυτά ήταν έξω από τη ζωή της. Έξω, έξω από τη ζωή της ήταν και τα αίματα και οι σκοτωμένοι της γης, εκείνη ήταν εκεί, στον παράδεισό της. Τίποτα δεν θα μου χαλάσει τη βραδιά εμένα, έλεγε δυνατά να το πιστέψει. Κι η ματιά της επίμονη πάνω σ’ εκείνο το λυπημένο άστρο που έμοιαζε με πρόσωπο παιδιού. Ένα παιδί που την κοίταζε αμίλητο, και ταράχτηκε. Άναψε όλα τα φώτα, τα φωτάκια του δέντρου, να φύγει η ταραχή. Ο κόσμος ήρθε μέσα στο δωμάτιό της και δεν ήξερε πόσο επικίνδυνο ήταν αυτό, πόσο σπουδαίο, πόσο βίαιο. Εκείνη ήταν εκεί σαν να μην άλλαξε τίποτα, δεν την κατάλαβε την αλλαγή. Μόνο κάτι σαν φόβος στην αρχή, σαν ενοχή, σαν απώλεια. Κι εκείνο το παιδικό πρόσωπο που μετακόμισε στο άστρο του έλατου την κοίταζε ακόμα σαν να την δίκαζε να την καταδίκαζε, για δες που θα μου χαλάσει τη βραδιά, σκέφθηκε, εγώ δεν θέλω μελαγχολίες απόψε, ούτε ενοχές. Εγώ είμαι στο σπίτι μου προστατευμένη, άναψα το τζάκι, τηλεφώνησα σε κάποιους φίλους, όλα τα σκέφτηκα.

Όλα τα σκέφθηκε. Το μόνο που δεν κατάλαβε ήταν το πώς βρέθηκε ανάμεσα σ’ ετούτο το βουβό πλήθος που τη σπρώχνει. Πού πάμε; ρωτά. Πού μας πάνε; Κανείς δεν της απαντά. Την κοιτάζουν μόνο κι ένας παράλογος φόβος στα μάτια τους.

Βλέπει το πλήθος γύρω της και ψάχνει να βρει κάποιο πρόσωπο γνώριμο, όμως όχι. Άγνωστοι όλοι, ξένοι. Παιδιά και μάνες σαν έρημες και παλικάρια με σκυμμένο κεφάλι και θυμώνει. Δεν αντέχω την ταπείνωση, δεν αντέχω τα σκυμμένα κεφάλια απόψε. Ποιος με πήρε εμένα από την ευτυχία του σπιτιού μου μια τέτοια νύχτα και με έφερε εδώ να περπατώ με όλους αυτούς τους απελπισμένους, τους ξεριζωμένους, ποιος είχε το δικαίωμα να μου το κάνει αυτό... Εγώ δεν φταίω σε τίποτα... είμαι αθώα εγώ, πάει να φωνάξει, μα σωπαίνει. «Η αθωότητα που γίνεται παγίδα…», και τρομάζει.

Ήταν η στιγμή που άρχισε να φοβάται.

Κάτι συμβαίνει που δεν καταλαβαίνω, συλλογίζεται, κάτι άλλαξε κι αυτό δεν είμαι εγώ είναι ο κόσμος, κάτι παράλογο συμβαίνει που με παγίδεψε κι εμένα.

Τα δόντια της άρχισαν να χτυπούν και το πρόσωπό της χλομό και σκληρό σαν το δικό τους. Εδώ θα μείνουμε είπε κάποιος που ξεχώριζε από το πλήθος, εδώ θα περάσουμε τη νύχτα, και έδειξε μια απέραντη έρημο δίχως ένα δέντρο, δίχως κατάλυμα, δίχως νερό. Εδώ θα μείνουμε ώσπου να μάθουμε ποιος μας εξουσιάζει και τι ζητά από μας, είπε πάλι, και κατάλαβε πως ήταν κι αυτός παγιδευμένος, σαν όλους τους άλλους.

Ήταν παγιδευμένοι σε μιαν άγνωστη φαντασία.

Σε μιαν άγνωστη εξουσία.

Ήταν παγιδευμένοι σε ένα παράλογο όνειρο από όπου δεν μπορούσαν να βγούνε. Κι έπρεπε να βρούνε τον μαγικό κωδικό που θα τους έδειχνε την έξοδο. Την έξοδο, την έξοδο από τον παράλογο εφιάλτη.

Σύρθηκαν όλοι μαζί σαν μια κακοποιημένη μάζα και κούρνιασαν πάνω στην υγρή παγωμένη γη. Εδώ είναι το σπίτι μου πια, συλλογίστηκε εκείνη, και τούτοι οι ταλαιπωρημένοι άνθρωποι η μοίρα μου. Ένα πλήθος απέραντο που το είχε γεννήσει ο πιο παράλογος εφιάλτης της γης και που ήταν πια η πραγματικότητα της ζωής της.

Κανείς δεν μιλούσε. Μια σιωπή. Ο φόβος μόνο. Ένας φόβος που πάγωνε. Η νύχτα έπεφτε, το σκοτάδι, κι ανασηκώθηκε να δει. Άνθρωποι στοιβαγμένοι όπως όπως σε κάτι χώρους που έμοιαζαν παρατημένοι διάδρομοι μιας εφιαλτικής γεωγραφίας. Κι εκείνη σκεφτόταν το βιβλίο που αγόρασε με το ακριβό περιτύλιγμα, να δώσει ποιότητα στη ζωή της. Ποια ζωή της; Το βιβλίο της φάνηκε πως ήταν μίλια μακριά και σαν άσχετο. Για ποια ηλιθιότητα μιλούσε; Εδώ μιλάμε για παραφροσύνη, μιλάμε για παράλογη παγίδα, για συντέλεια. Εκεί δακρυσμένος έψαχνες να βρεις την ανθρώπινη δικαιοσύνη. Τούτο το άθλιο πλήθος που βαδίζει δίπλα μου τι ζητά; αναρωτήθηκε. Να αναχαιτίσει την ομαδική τρέλα, αυτό, τον ομαδικό χαμό. Μια τρέλα που παρασέρνει μαζί της συμπαρασέρνει όσους βρει στο δρόμο της, όσους αθώους.

Ξαφνικά βλέπει μπροστά της το παιδί, εκείνο το λυπημένο που έγινε ένα με το άστρο πάνω στο έλατο του σπιτιού της. Πόσο μπορεί να μοιάζει ένα παιδί με ένα άστρο; Κι όμως ήταν σίγουρη πως ήταν αυτό το ίδιο, πως την κοίταζε με τα ίδια λυπημένα μάτια και σαν να την δίκαζε.

Έτρεξε κοντά του να του μιλήσει, μα διαπίστωσε πως ήταν πολλά παιδιά, αμέτρητα παιδικά πρόσωπα το ίδιο λυπημένα και σαν να την δίκαζαν.

Ένιωσε ένα ρίγος να κυλά στο αίμα της. Αυτό που δεν καταλάβαινε την εξουθένωνε.

Τα παιδικά χέρια απλωμένα προς εκείνη. Της φάνηκε πως ήταν ίδια σαν εκείνα στο γυαλί των ειδήσεων. Παγιδεύτηκα μέσα σ’ ένα παράλογο σύστημα ειδήσεων, έκανε γρήγορα τη σκέψη, σε ένα παράλογο σύστημα εξουσίας άγνωστης, ποιος θα μου πει; Παγιδεύτηκα σ’ ένα παιχνίδι μεταφυσικό, παιχνίδι μαγικής τεχνολογίας, και δεν έχω τον κωδικό της εξόδου.

Η σκέψη πως μπορεί να είναι όνειρο την γαληνεύει. Όμως ξανά ο τρόμος: Παγιδεύτηκε σε όνειρο δικό της ή σε όνειρο κάποιου άλλου; Μήπως όλοι εμείς είμαστε παγιδευμένοι στη φαντασία κάποιου τρελού; Η λέξη τρελός κάτι πήγε να ξυπνήσει μέσα της, μια πραγματικότητα παράλογη, έναν άλλο φόβο.

Μπορεί και να μας παγίδεψε κάποιος άγνωστος μάγος. Ας πούμε, ένα μαγικό κουτί που απέκτησε τη δύναμη της εξουσίας. Οι σκέψεις της έκαναν το φόβο πιο φόβο και το παράλογο πιο λυπημένο άστρο πάνω στο χριστουγεννιάτικο έλατο. Και παρακαλούσε να ξυπνήσει στο κρεβάτι της μ’ ένα φλιτζάνι ζεστό καφέ δίπλα της. Θυμήθηκε τον ευτυχισμένο της καναπέ και της ήρθαν δάκρυα στα μάτια.

Μια πελώρια αίσθηση παγίδας. Είχε παγιδευτεί στο όνειρο κάποιου τρελού, ναι, αυτό πια ήταν αναμφισβήτητο. Είχε παγιδευτεί μαζί με ένα άγνωστο πλήθος που μπορεί να ήταν και ολόκληρο το γένος των ανθρώπων. Κι όσο κι αν έμοιαζε παράλογο ήταν η μόνη της πραγματικότητα.

Πήρε στις φούχτες της τα απλωμένα παιδικά χέρια και έγειρε εκεί, πάνω στον άγνωστο δρόμο. Ακόμα και κλειστά τα μάτια της τα τρυπούσε το βλέμμα τους. Ύστερα πήρε ένα κομμάτι χαρτί που βρέθηκε στην τσάντα της κι ένα μολύβι κι άρχισε να γράφει. Μια νοσταλγία την πλημμύρισε, μια τρυφερότητα. Προσπαθούσε να θυμηθεί τα πρόσωπα που αγάπησε και πώς ήταν όταν τα αγαπούσε.

Η λέξη αγάπη την γαλήνεψε. Της φάνηκε πως ήταν αυτή ο μαγικός κωδικός που ζητούσε, η μαγική έξοδος από τον εφιάλτη.

Ήθελε να γυρίσει πίσω το χρόνο, να τα δει ξανά αυτά τα αγαπημένα πρόσωπα, να τα αγγίξει, να κλάψει, είχε ανάγκη να κλάψει. Είχε ανάγκη να γείρει σ’ έναν κόρφο αγαπημένο και να κλάψει και να είναι νύχτα του φεγγαριού δίπλα στη θάλασσα. Μια νοσταλγία για το κάθε τι που ήταν η ζωή της πριν μπει σε τούτον τον παράλογο δρόμο. Μια νοσταλγία αγιάτρευτη που της έφερε δάκρυα στα μάτια. Θα συναντηθούμε ξανά σ’ ένα γραφικό δρομάκι και θα ψιχαλίζει, έγραφε με πυρετό, κι ούτε ήξερε σε ποιον το έγραφε, στην παλιά της ζωή ίσως, αυτή που έχασε και τα δάκρυα κυλούσαν.

“Κλαις;”

Η φωνή φιλική κι ένα χέρι στον ώμο της που το γνωρίζει.

Πετιέται απάνω. Ο καναπές της εκεί, ο ίδιος, τα φώτα τα πολύχρωμα φωτάκια, το μεγάλο χρυσό άστρο στην κορυφή του έλατου που της φάνηκε λίγο τσαλακωμένο, εκείνο που πήρε τη λύπη του παιδιού, το μαγικό γυαλί με τις ειδήσεις ακόμα ατέλειωτες, όλα όπως τα άφησε πριν μπει στον άγνωστο δρόμο, στον άγνωστο φόβο.

Απλώνει το χέρι κι η φούχτα της γεμίζει από παιδικά χεράκια. Αν ήταν όνειρο ή παραίσθηση δεν ξέρει. Εκείνο που ξέρει είναι πως ποτέ πια δεν θα είναι η ίδια. Κάτι άλλαξε κι αυτό δεν είναι ο κόσμος κι ούτε εκείνη. Κάτι άλλαξε μέσα στο μυαλό της εξουσίας που ορίζει τη μοίρα του κόσμου, το νιώθει. Και τίποτα δεν συγκρατεί πια το παιχνίδι της τρέλας. Όμως εκείνη είναι εδώ, στο σπίτι της, οι ειδήσεις έφτασαν στο δελτίο του καιρού, χιόνια τη νύχτα λέει, παγωνιά, κι η σκέψη της στο ταλαίπωρο πλήθος που για μια στιγμή παράλογη στιγμή βρέθηκε ανάμεσά του.

Ή μήπως είναι ακόμα;

Εκείνη η παράλογη πραγματικότητα έχει τελειώσει ή μήπως συνεχίζεται και μέσα στο δωμάτιό μου; αναρωτιέται. Σε λίγο μπορεί ν’ ανέβει ο δρόμος εκείνος, να γλιστρήσει με όλο το εξαθλιωμένο πλήθος μέσα στο σπίτι μου, μέσα στη ζωή μου, ή μήπως ήρθε κιόλας;

Μπορεί να ήταν όνειρο, λέω. Όμως μπορεί και όχι.

Είμαστε μονάχοι καταμεσής στο παράλογο, μονάχοι κι αβοήθητοι.

Αν απλώσω το χέρι ξέρω πως θα βρω το δικό τους, θα βρω το χέρι των άγνωστων ανθρώπων που για μια στιγμή βάδιζαν δίπλα μου μέσα στην ίδια μοίρα.

Αν σηκώσω τα μάτια θα τους δω.

Είμαι ακόμα καθισμένη στον καναπέ μου και ακούω τις ειδήσεις. Μέχρι τούτη τη στιγμή πίστευα πως αυτά τα τρομερά που δείχνει το μαγικό γυαλί μόνο στους άλλους μπορούν να συμβούν, αυτά τα παράλογα. Κι είναι η πρώτη φορά που σκέφτομαι πως μπορεί να συμβούν και σε μένα. Πως είμαι κι εγώ ένα πλάσμα παγιδευμένο στον παγκόσμιο εφιάλτη. Εγώ όπως κι εσύ.

Κι ο φόβος μου, εκείνος ο παράλογος, έχει γίνει μια πραγματικότητα που πρέπει να την πολεμήσω με καινούριους τρόπους αν θέλω να βρω την παλιά μου γαλήνη.

Μια γαλήνη που μόνο το θαύμα μπορεί να τη φέρει στον κόσμο.

Κι ίσως υπάρχει ακόμα το θαύμα… Ίσως, λέω.

Δημοσιεύτηκε στο Πρωοχρονιάτικο αφιέρωμα της εφημερίδας Έθνος της Κυριακής, 7/1/2006

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου