Κυριακή 16 Οκτωβρίου 2016

ΟΙ ΕΝΝΟΙΕΣ ΤΟΥ ΘΕΙΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΣΤΟΥΣ ΗΡΑΚΛΕΙΤΟ & ΠΑΡΜΕΝΙΔΗ

4. ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΓΙΓΝΕΣΘΑΙ

4.1. Κοινά σημεία και διαφορές Ηράκλειτου - Παρμενίδη

Ο Ηράκλειτος και ο Παρμενίδης ανήκουν στην ίδια κρίσιμη στιγμή της ελληνικής φιλοσοφίας και είναι φυσικό να υπάρχουν ομοιότητες μεταξύ τους. Έχει υποστηριχθεί πως η Ελεατική σχολή ήταν περισσότερο από βαθιά εμποτισμένη από την ηρακλειτική σκέψη και πως η προσπάθεια να βρεθούν αντιθέσεις του Παρμενίδη προς τον Ηράκλειτο, είναι μάλλον αποτυχημένη.[1] Και οι δύο διακατέχονταν από τη φροντίδα της ρωμαλεότητας στην έκφραση εξ’ άλλου και έχει ειπωθεί ότι εφόσον ο Ηράκλειτος ενδιαφέρεται, αντίθετα από τους παλιότερους, πάρα πολύ για τα ανθρώπινα, και ιδιαίτερα τα γνωσιολογικά φαινόμενα (είναι ο πρώτος που λέει: εδιζησάμην εμαυτόν), φαίνεται να υπάρχει μέσα σ’ αυτόν η κατεύθυνση της σκέψης που επικρατεί και στον Παρμενίδη.[2]
Οι Έλληνες απ’ την ανατολή της φιλοσοφικής τους σκέψης, κοσμοθεωρητικά και θεολογικά υπήρξαν Ενιστές (Μονιστές). Ο Ηράκλειτος έλεγε: εκ πάντων ἕν καί εξ νός πάντα.[3] Όσο για το Όν του Παρμενίδη: «…στη σύλληψή του γενικά σαν έννοια υπερβατικής αρχής, έχει ρίζες στη γενικότερη μυστικιστική, θεοκρατική και δαιμονοκρατική, μοναρχική και απολυταρχική, όπως και στη μονιστική παράδοση˙ ακόμα στον αντιμυθικό και αντιλατρευτικό θεό του Ξενοφάνη και στο σοφόν του Ηράκλειτου, που είναι υπερεμπειρικά, όχι όμως ακόμα και υπερβατικά, πάντων κεχωρισμένον».[4] Όπως επιβεβαιώνει και ο Schrödinger, o Εφέσιος αντιλαμβανόταν πίσω από τον λαμπρό παροδικό κόσμο των φαινομένων, -το Αμετάβλητο, το Διαρκές, Εκείνο που διαφεύγει κάθε γήινη ένταση, στο οποίο έδωσε το όνομα “Λόγος”. Επομένως αν και ο Ηράκλειτος πίστευε στην αλλαγή, παραδεχόταν κάτι το αιώνιο. Η αντίληψη της αιωνιότητας που προέρχεται από τον Παρμενίδη δεν υπάρχει μεν στον Ηράκλειτο, εν τούτοις, το κεντρικό πυρ στη φιλοσοφία του δε σβήνει ποτέ. Ταυτίζοντας την νοηματική αρχή, τον Λόγο με τη φωτιά, ταυτίζει ουσιαστικά το πνεύμα με την ύλη, όπως και ο Παρμενίδης, μπορεί να υποστηρίξει κανείς, ταυτίζοντας το Νοείν με το Είναι και το αμετάβλητο Όν, δηλαδή τη θεϊκή βασική ουσία με τη φωτιά –εφ’ όσον στο ζεστό δίνει τον ρόλο του υπάρχοντος, του Όντος και στο ψυχρό εκείνον του μη-Όντος-, ταυτίζει και αυτός, σε τελευταία ανάλυση, το πνεύμα με την ύλη˙ για το λόγο αυτό διακρίνουν ορισμένοι ερευνητές σε αμφότερους τους φιλοσόφους πανθεϊστικές τάσεις.[5] Έτσι έχουν διατυπωθεί για τους δύο κορυφαίους Προσωκρατικούς οι εξής επιστημονικές απόψεις σε μια προσπάθεια σύγκλισης ή, τουλάχιστον, προσέγγισης του ενός στον άλλο: «Το εν το σοφόν, όπου (ο Ηράκλειτος) γυρεύει και βρίσκει τον εαυτό του, είναι στο βάθος ταυτόσημο με το εόν του Παρμενίδη, που εμπεριέχει τα “απόλυτα” έστιν και νοειν: κανένας τους δεν το “ξέρει” όμως, κι αν ο Παρμενίδης δεν αναφέρει ονομαστικά κανένα, μήτε ο Ηράκλειτος αναφέρει πουθενά τον Παρμενίδη».[6] Ακόμη, ο Παρμενίδης πιστεύει ότι το πάν είναι πλήρες από φως και νύχτα, «όλα τα φυσικά πράγματα συνίστανται από συνδυασμό αυτών των αντιθέτων, ενώ συμβαίνει ένα από αυτά τα δύο να κυριαρχεί κάθε φορά πάνω στο άλλο. Η ηρακλείτεια αρχή λοιπόν της συνύπαρξης αντιθέτων ζευγών φαίνεται να ισχύει και στη διδασκαλία του Παρμενίδη».[7] «Είναι ανάγκη να σημειώσουμε επιπλέον ότι ο Παρμενίδης υπαγορεύει δύο δρόμους έρευνας και…ο δεύτερος απ’ αυτούς τους δρόμους που κατηγορηματικά αποδίδονται στους “θνητούς”, πρέπει να είναι το σύστημα του Ηράκλειτου».[8]
Και οι δύο θεοποιούν αξιολογικά τον Λόγο, υποτιμώντας τις αισθήσεις και το σώμα[9], και στους δύο συναντάμε την έννοια της καθολικής δικαιοσύνης, η οποία επαγρυπνεί, ώστε να συντελείται κανονικά η εναλλαγή ημέρας και νύχτας (αρχέτυπη εικόνα κάθε τάξης). Η εναλλαγή αυτή συντελείται μέσα σε σταθερά όρια, που η παραβίασή τους συνιστά αδικία με την πιο αυστηρή έννοια.[10] Σχετικά με τις αισθήσεις, για πρώτη φορά στον Παρμενίδη προβάλλεται το μοντέλο της όρασης σαν ένα προνομιακό γνωσιολογικό μοντέλο. Τα μάτια είναι το όργανο όπου το φως κατέχει μεγάλη υπεροχή απέναντι στη νύχτα και μ’ αυτό το νόημα βρίσκεται πιο κοντά απ’ όλα τα άλλα στη νοητική γνώση. Αναφορά στην όραση γίνεται από τον Παρμενίδη και στην προσπάθειά του να αντιπαραβάλλει την ενότητα του Όντος με την ενότητα του κόσμου των πολλαπλών όντων, προβάλλοντας σαν σύνδεσμο ανάμεσά τους τον νου που έχει την ικανότητα να θεωρεί την ενότητα 4: λευσσε δ’ μως απεόντα νόω παρεόντα βεβαίως (=παρατήρησε, εν τούτοις, [με τον νου], πώς τα απόντα διαμέσου του νου είναι σίγουρα παρόντα).[11] Αλλά και ο Ηράκλειτος, ως γνωστόν, δίνει ιδιαίτερη σημασία στην όραση: «οφθαλμοί γάρ των ώτων ακριβέστεροι μάρτυρες (απ. 101α).[12]
Συμφωνούν επίσης και στο θέμα της ειμαρμένης, που για πρώτη φορά εμφανίζεται στη φιλοσοφία με τον Ηράκλειτο, τον φιλόσοφο που σκόπιμα έδινε στα αποφθέγματά του τη μορφή μαντικών χρησμών. Γι αυτόν ειμαρμένη είναι ο αναπότρεπτος ρυθμός των κοσμικών καταστάσεων, τις οποίες περιγράφει ως ανάφλεξη και σβήσιμο του ἐλλόγου πυρός.[13] Η λέξη βέβαια δεν υπάρχει πουθενά στα γνήσια αποσπάσματα, αλλά αυτό δεν αρκεί για ν’ αποδείξει πως ο Ηράκλειτος λέγοντας “χρεών” δεν εννοεί την αναγκαιότητα σαν ειμαρμένη.[14] Για τον Παρμενίδη, αυτή αντιπροσωπεύει την ύψιστη κοσμική αρχή που διέπει τα πάντα, ή τον αμετάκλητο φυσικό νόμο που καθορίζει τη δομή και τη λειτουργία του σύμπαντος, αποκαλούμενος επίσης Δίκη, Θέμις, Μοίρα ή Αλήθεια. Πρόκειται για την κρατερή Ανάγκη που φροντίζει για την κοσμική ισορροπία, εξασφαλίζοντας την τελειότητα της σφαιρικής δομής του Όντος και του κόσμου˙ ως προς τον κόσμο, κατοχυρώνει τη σταθερή τάξη στις εναλλαγές του φωτεινού και του σκοτεινού στοιχείου ώστε αυτά να είναι ισοδύναμα, και ως προς το Όν, εξασφαλίζει το αγέννητο και ανώλεθρο, την ακινησία, την ολότητα και συνέχειά του, συγκρατεί τα πέρατα του Είναι και το κρατά φυλακισμένο μέσα στα όριά του, διατηρώντας το παντοτινά στη σταθερή του κατάσταση. Με το ίδιο νόημα ο Εφέσιος λέει στο απ. 94, όπως είδαμε ήδη: Ήλιος γάρ ουχ περβήσεται μέτρα˙ ει δέ μή, Ερινύες μιν Δίκης επίκουροι εξευρήσουσιν.[15] Σύμφωνα με την ηρακλείτεια έννοια της ειμαρμένης, ο άνθρωπος και μπορεί και οφείλει να κατανοεί την ειμαρμένη και να προσαρμόζεται σ’ αυτήν˙ γιατί είναι εντελώς αδύνατο να αντιδράσει στην ειμαρμένη. -Η Στοά, για την οποία ο Ηράκλειτος ήταν η υπέρτατη αυθεντία, παρέλαβε την ηρακλείτεια έννοια της ειμαρμένης και τη διέδωσε πλατιά. Αυτό συνέβη κυρίως χάρη στους Στωικούς των αυτοκρατορικών χρόνων, όπως τον Σενέκα ο οποίος μετέφρασε μια χαρακτηριστική φράση του Κλεάνθη: Ducunt fata volentem, nolentem trahunt (=η μόνη επιλογή που έχει ο άνθρωπος είναι είτε να ακολουθήσει εκούσια το πεπρωμένο, είτε να συρθεί από αυτό).[16]
Ο Πλάτωνας, για τον οποίο γενικά είχαν σημασία τέσσερες φιλοσοφικές κατευθύνσεις: Ηράκλειτος, Σωκράτης, Πυθαγόρειοι και Ελεάτες, -διαπίστωσε πως και οι δύο φιλόσοφοι έχουν “βάθος”˙ για μεν τον Παρμενίδη έλεγε συγκεκριμένα, πως “υπάρχει στους λόγους του ένα καθ’ όλα εξαίσιο βάθος”, για δε τον Ηράκλειτο, ότι για να διεισδύσει κανείς στη σκέψη του, “θα’ πρεπε να’ ναι κολυμβητής απ’ τη Δήλο”. Άλλωστε έχουν και οι δύο τον ίδιο στόχο: «και το ποίημα του ενός και οι “λόγοι” του άλλου έχουν ένα και τον αυτό σκοπό, την αταραξία, που προϋποθέτει ότι “ξεπερνάμε” τις αντιφατικές και βαρετές γνώμες του πλήθους».[17] Και όπως ο Ηράκλειτος δε χάνει ευκαιρία να αποκαλεί τους πολλούς κοιμωμένους, αξυνέτους, όνους, ύες, κτήνεα κλπ και να ξεχωρίζει τρεις ανθρώπινους τύπους: εκείνους που τον ακούν και κατανοούν τον λόγο (που έχουν την εποπτείαν), εκείνους που τον ακούν χωρίς να τον καταλαβαίνουν ακόμη (η μύηση των νέων μυημένων), κι εκείνους που δεν τον έχουν ακούσει (οι αμύητοι), έτσι και ο Παρμενίδης ονομάζει τους πολλούς κωφούς, τυφλούς, τεθηπότας, άκριτα φύλα και ειδότας ουδέν (Απ. 6)[18], θεωρεί πως έχουν μια κράση όπου πλεονάζει το ψυχρό, όχι το θερμό στοιχείο, και χωρίζει τους ανθρώπους σε άφρονες απ’ τη μια, και σε μυημένους, ειδότας, σοφούς, απ’ την άλλη. Ισχύει και για τους δύο η αντίληψη ότι η δυνατότητα πρόσβασης στην αλήθεια, είναι θέμα ιδιοσυγκρασίας. Όταν η ψυχή είναι ξηρή, λέει ο Ηράκλειτος (Απ.118), όταν πλεονάζει το θερμό-φωτεινό στοιχείο στην κράση του ανθρώπου, λέει ο Παρμενίδης (Απ.16), -τότε ο άνθρωπος βρίσκεται στην προσφορότερη οντολογικά κατάσταση ως προς τη δυνατότητα γνώσης της αλήθειας. Από οντολογική-φυσιοκρατική άποψη, η υπόθεση της αλήθειας εμφανίζεται έτσι να είναι υπόθεση αναλογίας και συσχετισμού του θερμού με το ψυχρό ή το υγρό, αντίστοιχα, στοιχείο.[19]
Και οι δυο φιλόσοφοι αναζητούν, κατά βάθος, μέσω του γίγνεσθαι το Είναι των όντων, δέχονται ότι ο κόσμος αποτελείται από αντιθέσεις, δεν εμπιστεύονται τις αισθήσεις, και προσβλέπουν στο μοναδικό Εν. Επίσης, ο λόγος και των δύο παραμένει υποβλητικός, με έντονη, θρησκευτική στον Παρμενίδη και μυστικιστική στον Ηράκλειτο, χροιά.[20]

[1] -Γ. Γεωργακόπουλος, ο.π., σ 248.
[2] Ε. Ιωαννίδη, ο.π., σ 87.
[3] Ι. Ευαγγέλου, Ελληνικός πολιτισμός, Αθήνα 1995, Εκδ. Σαββάλα, σ 84. Βλ. και G. Legrand, ο.π., σσ 187, 30.
[4] Ε.Ρούσσος, ο.π., σ 52.
[5] Πρβλ. Μ. Ράσσελ, ο.π., σ 101, Μ. Μακράκης (1992), ο.π., σ 147 και Β. Βιτσαξής, ο.π., σ 6.
[6] G. Legrand, ο.π., σ 84.
[7] -Ε. Μαραγγιανού- Δερμουση, ο.π., σ 65.
- Α. Χατζοπούλου (επιμ), ο.π., σ 19.
[8] J. Burnet,ο.π., σ 184.
[9] Βλ. Δ. Λαμπρέλλης, ο.π.
[10] Ολοφ Ζιγκόν, ο.π.
[11] DK I 232, B 4. Βλ. και Θ. Βέικος (1998), ο.π., σ 112.
[12] DK I 173, B 101a.
[13] Πρβλ. Ολοφ Ζιγκόν, ο.π.
[14] Ε. Ιωαννίδη, ο.π.
[15] -Β. Μανδηλάρας, ο.π., σ 117 σημ. 61, Θ. Βέικος (1998), ο.π., σσ 103, 109 και Μαραγγιανού-Δερμούση, ο.π., σσ 40-1.
[16] Ολοφ Ζιγκόν, ο.π., σ 177: Με την φράση αυτή κλείνει και το περίφημο έργο του Oswald Spengler: Der Untergang des Abendlandes” (Η παρακμή της Δύσης), 1918 / 1922.
[17] -Ν. Κιτσίκης, ο.π., σ 92.
-G. Legrand, ο.π., σσ 11, 18.
[18] DK I 233, B 6.
[19] -J. Vernant, ο.π., σ 351.
-Δ. Παπαδής, ο.π., σσ 165, 295.
[20] Βλ. Κ. Βάμβακας, ο.π. σ 336.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου